Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Ένας μικρόκοσμος

Είχα αποφασίσει να μην ξαναγράψω για νοσοκομεία και αρρώστιες. Μα πώς ν' αντισταθώ σε έναν τετράκλινο θάλαμο; Φαντάρος δεν έχω πάει. Πήγα, δηλαδή, κορίτσι σχεδόν, και έφυγα την ίδια μέρα.

Το να κοιμάμαι ξαφνικά με τέσσερις υπέργηρες γυναίκες στο ίδιο δωμάτιο, δεν το λες και εύκολη υπόθεση. Συμβιβάστηκα σχετικά εύκολα, όπως και με πολλά πράγματα στο παρελθόν. Ένα δάκρυ απόγνωσης έσταξε, λίγος εκνευρισμός, κάποιες ματιές αμηχανίας και πέρασαν οι πρώτες δύσκολες ώρες.

Δύσκολη η πρώτη νύχτα. Ανάσες βαριές, παραιτημένες. Βογκητά πόνου, ψίθυροι. Απέναντί μου στα δυο κρεβάτια, ο άγγελος και ο διάβολος. Κατάλευκα μαλλιά η μία, λίγο κιτρινωπό το δέρμα, αδύναμη, με δυο χάντρες καστανές γεμάτες αδημονία για λίγη ζωή ακόμη. Μια φωνούλα λεπτή, εύθραυστη. Τόσο τρυφερό το χάδι του μοναχογιού, σχεδόν ερωτικό - κι ας ακούγεται ύβρις.

Δίπλα της η κακή πλευρά της ασθένειας. Δύσκολος άνθρωπος. Κωφή. Με μια φωνή στεντόρεια, βραχνή, σχεδόν ηλεκτρονική, φώναζε όλη νύχτα. Για όλα, για τα πάντα. Πού να κοιμηθείς; Υπομονή και κατανόηση. Μια σιωπηλή αλληλεγγύη.

«Γεμίζει» το κρεβάτι δίπλα μου. Μια σχετικά νέα γυναίκα, αναίσθητη. Έκτακτο. Έσταζαν πάνω της τα δάκρυα από δυο λίμνες καταπράσινες ενός πανέμορφου κοριτσιού. Αυτές οι σγουρές μου μπούκλες με βοήθησαν πολλές φορές. Έβλεπα ανάμεσά τους με μισόκλειστα μάτια. Πώς να αδιαφορήσεις; Ρώτησα με το βλέμμα, τι έγινε; Απόπειρα αυτοκτονίας. Ζαλίστηκα, για δευτερόλεπτα. Έτσι ήμουν κι εγώ; Άχρωμη; Ανήμπορη; Μου είχαν κόψει τον δρόμο για τον άλλο κόσμο, τον πιο λαμπερό και προσπαθούσαν να με κρατήσουν σε τούτον.

Βγήκε γλυκά από τον λήθαργο με χαμένο βλέμμα, κάνα δυο ώρες μετά. Δεν κρατήθηκα. Ήταν πάνω από μένα. «Γιατί καλή μου;». Δεν υπάρχει απάντηση σ' αυτό το ερώτημα, τουλάχιστον ξεκάθαρη. Το σκοτάδι είχε μπει στην ψυχή. Την είχε κάνει δική του. Κι όταν σε κυριέψει το μαύρο θέλεις να μείνεις εκεί, για να μη βλέπεις. Να μην αισθάνεσαι. Είναι βολικό το σκοτάδι. Κι αυτή έψαχνε το φως με λάθος τρόπο. Με λάθος οδηγό.

«Ξέρεις τι είναι, κορίτσι μου... να μεγαλώνεις δυο παιδιά... και μετά... να βγεις στη... σύνταξη;». Ασυναρτησίες βγαλμένες με δυσκολία, από ένα στόμα στεγνό, με υπολείμματα αφρών. Και να μην την αφήνει το μηχάνημα που την είχαν συνδέσει να ακουστεί. Εκκωφαντικός ο θόρυβος μέσα στην καρδιά της νύχτας.

Δεν κατάλαβα, μα ήθελα να μάθω. Μια μάνα γιατί να θέλει να βάλει τέρμα στη ζωή της; Δεν τολμούσα όμως να επιμείνω. Δεν είδα γάζες στα χέρια της, άρα υπέθεσα χάπια. Δεν τη θέλεις την επιστροφή σε παρόμοια περίπτωση. Έχει κολλήσει ο εγκέφαλος στον θάνατο. Έγιναν φίλοι. Κολλητάρια. Ένα ξυραφάκι ήταν ο δικός μου οδηγός. Και όταν με συνέφεραν, ήθελα να βρω κι άλλο.

Εδώ όμως ήρθε η έκπληξη. Για μένα, τουλάχιστον. Γιατί τον σύζυγο τον είδα σχετικά χαλαρό. Κατά τις τρεις άρχισε να ουρλιάζει. «Τι θέλω εγώ εδώ μέσα; Θέλω να πάω σπίτι μου.». Έβγαλε μανιωδώς κάποια βύσματα από πάνω της και χτυπιόταν πάνω στα λευκά χοντρά λινά σεντόνια. Ο γιατρός δεν την άφηνε να φύγει. Έπρεπε να γίνει ψυχιατρικός έλεγχος. Επ’ ουδενί να περιμένει το πρωί. Σιχαινόταν τα σεντόνια. Παιχνίδια του μυαλού σ' ένα εφημερεύον νοσοκομείο, σ' έναν θάλαμο που παλεύουν άνθρωποι να παραμείνουν στη ζωή. Υπέγραψε ο σύζυγος και την πήρε, τελικά.

Είδαν πολλά τα μάτια μου πέντε μερόνυχτα. Σε τι κόσμο ζούσα; Στις εποχές των παχιών αγελάδων πάλευα με την υγεία μου σε μονόκλινα πολυτελή δωμάτια ιδιωτικών κλινικών. Εδώ... είναι αλλιώς. Είδα γιατρούς ημίθεους και γιατρούς ανθρωπάκια. Ό,τι θέση κι αν είχαν. Η λευκή ποδιά της εξουσίας.

Άκουσα για συνεχείς χρηματισμούς και αναρωτιόμουν ειλικρινά, ίσως ηλιθιωδώς, πώς να μη δώσεις χρήματα σε κάποιον που από τα χέρια του κρέμεται η ζωή σου; Εδώ λίγο απαιτητικά να του μιλούσες ή έστω παραπάνω παρακλητικά και έβλεπες ότι τάχα μου δεν σου βρίσκει φλέβα να πάρει αίμα.

Δεν θέλω να αναφερθώ σε ρατσιστικά βλέμματα από θέση ισχύος. Ειλικρινά τους οικτίρω - και δεν το λέω εγωιστικά. Ο κομπλεξικός έχει δικό του, ανίατο καημό.

Ούτε στο σύστημα υγείας που με άφησε άφωνη. Αν το αποκαλέσω μπουρδέλο θα το τιμήσω και δεν είναι σωστό απέναντι στα πραγματικά μπουρδέλα και στις πουτάνες του. Εκεί υπάρχει μια καθαρότητα στο αλισβερίσι. Μια τίμια συναλλαγή. Πόσα; Τόσα. Όχι τόσα, αν και αν, αν και αν... θα ζήσω, τελικά;

Όταν έφυγα τις αγκάλιασα, τους χάιδεψα τον ώμο ενθαρρυντικά. Για πέντε μέρες ήταν δικοί μου άνθρωποι στην αγωνία μου. Ήμουν η «μικρή» που τους έδινε ζωή. Κι ας ξέραμε πως δεν θα ξαναβρεθούμε ποτέ...

Υ.Γ.: Θα κλείσω με το τραγούδι του Μ. Χατζιδάκι, «Πού το πάνε το παιδί», στη μνήμη της πρόσφατα αδικοχαμένης Μαρίας Χαράνη, αγωνίστριας, που ο θάνατός της με βρήκε στο νοσοκομείο. Καλό ταξίδι, Μαράκι. Και τα σκοτάδια, που σε τύλιξαν επί Γης, να γίνουν φως εκεί που είσαι τώρα.


πηγή: protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου