Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Real.gr - Επικαιρότητα - Πρόταση Τσίπρα για ντιμπέιτ – Σαμαράς: Ο Τσίπρας έχει πάρει το μάθημα του

Real.gr - Επικαιρότητα - Πρόταση Τσίπρα για ντιμπέιτ 

– Σαμαράς: Ο Τσίπρας έχει πάρει το μάθημα του

Πέστα, ρε γιαγιά...

Πέστα, ρε γιαγιά…!!!


Μια παροιμία λέει: «Αν δεν έχεις γέρο, αγόρασε». Εγώ δεν αγοράζω, αλλά μιλάω μαζί τους. Έτσι και δω παππού ή γιαγιά, την πέφτω στο παγκάκι δίπλα τους κι αρχίζω το μπίρι - μπίρι.

Σήμερα μια γιαγιά με μπλόκαρε. Πήγα να της «το αναλύσω» και με αποστόμωσε. Μου είπε «Άκου παιδί μου, σε αυτό το Κράτος χρωστάνε όσοι δεν έκλεψαν. Όσοι κλέψαν δε χρωστάνε!!».

Τα είπε όλα η γιαγιά, τέλος!! Δίχως να διαβάζει εφημερίδες, δίχως να αναλύει μαρξισμό, δίχως να γνωρίζει το παρελθόν του Στουρνάρα και, κυρίως, δίχως να γνωρίζει ότι ο Βενιζέλος με τον νόμο 3904/10 θεσμοθέτησε το ακαταδίωκτο για όσους επιστρέψουν χρήματα από κατάχρηση.

«Σε αυτό το Κράτος χρωστάνε όσοι δεν έκλεψαν. Όσοι κλέψανε δε χρωστάνε».

Η γιαγιά σιγά μη γνώριζε, ότι δίνονται συνεχείς παρατάσεις που εξασφαλίζουν το ακαταδίωκτο και συγκεκριμένη φορολόγηση για όσους φέρουν από το εξωτερικό τις καταθέσεις τους και δηλώσουν τα χρήματά τους.

«Σε αυτό το Κράτος χρωστάνε όσοι δεν έκλεψαν. Όσοι κλέψανε δε χρωστάνε».

Η γιαγιά αποκλείεται να γνώριζε, πόσες δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ χαρίστηκαν σε ΠΑΕ, δηλαδή στους ιδιοκτήτες τους, που ήταν και ιδιοκτήτες ΜΜΕ ώστε να στηρίζουν τον Βενιζέλο και να μην ασκούν κριτική στον δικομματισμό.

«Σε αυτό το Κράτος χρωστάνε όσοι δεν έκλεψαν. Όσοι κλέψανε δε χρωστάνε».

Η γιαγιά σιγά μην ξέρει, ότι η κυβέρνηση ψήφισε ρύθμιση, με την οποία ισχύει ακαταδίωκτο για τα μέλη του ΔΣ του ΤΑΙΠΕΔ, σε σχέση με τις συμβάσεις που υπογράφουν, οπότε ανεξέλεγκτα μπορούν να πουλήσουν, να «ξεπουλήσουν» ή να χαρίσουν δημόσια περιουσία, δίχως έλεγχο και σα να ήταν δική τους.

Αυτά κι άλλα πολλά, δεν τα ξέρει η γιαγιά.

Ξέρει, όμως, ότι έδωσε φακελάκι σε γιατρό δημόσιου νοσοκομείο και σκέφτεται «δε μπορεί να το ξέρω εγώ ότι αυτός τα παίρνει, αλλά να μην το ξέρει ο διοικητής του νοσοκομείου».

Ξέρει, ότι πλήρωσε γιατρό ιδιωτικού νοσοκομείου κι αντί για απόδειξη πήρε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη και σκέφτεται «δε μπορεί να το ξέρω εγώ η αγράμματη, αλλά όχι οι σπουδαγμένοι και τρανοί του υπουργείου Οικονομικών».

Ξέρει ότι υπάρχουν ελεύθεροι επαγγελματίες που δήλωναν ετήσιο εισόδημα 9.000 ευρώ, είχαν 6 σπίτια και 3 αυτοκίνητα και σκέφτεται «δε μπορεί να το ξέρω εγώ, αλλά όχι ο εφοριακός που μένει απέναντι και κάθε βράδυ τα πίνουν μαζί».

Ξέρει η γιαγιά, ότι ο μεγάλος εγγονός της πήρε δάνειο, για ν' ανοίξει ένα κρεοπωλείο και τώρα κινδυνεύει να το χάσει μαζί με τον εαυτό του, επειδή δε μπορεί να ξεχρεώσει.

Ξέρει ότι ο εγγονός της, της λέει «έρχεται ο άλλος και ζητάει κιμά για 2 ευρώ. Πόσο κιμά να βάλω; Έτσι κι αλλιώς εγώ καμένος είμαι, βάζω όσο μπορώ κι ας κρατήσει τα 2 ευρώ για να πάρει κάτι άλλο».

Ούτε με μιζέρια τα έλεγε η γιαγιά, ούτε με γκρίνια. Απλώς ξέρει ότι ο εγγονός της δεν έκλεψε, αλλά χρωστάει, ενώ όσοι κλέψανε δε χρωστάνε πουθενά.

Ξέρει η γιαγιά ότι η τράπεζα κατακλέβει εκείνον που δανείζει, αλλά ξέρει επίσης κι ότι η τράπεζα είναι το κράτος, οπότε η τράπεζα δε χρωστάει ποτέ και πουθενά.

Μπορεί η γιαγιά να μην ξέρει, ότι ενώ στο ΠΑΣΟΚ μιλάνε δημοσίως για κλεψιές στα οικονομικά του κόμματος, για πλαστά και ανύπαρκτα τιμολόγια, ο εισαγγελέας και το ΣΔΟΕ ούτε είδαν ούτε άκουσαν κάτι.

Μπορεί να μην ξέρει και πολλά η γιαγιά, όμως όλα όσα ξέρει, τα χώνει σε μια κουβέντα.

«Σε αυτό το Κράτος χρωστάνε όσοι δεν έκλεψαν. Όσοι κλέψανε δε χρωστάνε».

Εγώ δε θα πεινάσω, μου είπε. «Εκεί στο χωριό, όλο και θα βρω ένα αυγό στο κοτέτσι για να φάω. Εσάς στις πόλεις λυπάμαι».

Μας λυπάσαι, της είπα, αλλά ρε γιαγιά στο τέλος πάλι τους ίδιους θα πας να ψηφίσεις. Το μετάνιωσα…

Γύρισε και με κοίταξε μ' ένα βλέμμα, που αν ήταν γροθιά, θα μου είχε σπάσει τα μούτρα.

«Ούτε οι Γερμανοί, ούτε οι Βούλγαροι γελούσαν στα μούτρα μας όταν μας ρήμαζαν. Αυτοί γελάνε...». Έτσι μου είπε....



@Radical30

29 Μαίου 2013
Μέρα των 84άρων γενεθλίων μου... Evil or Very Mad

Αχ, βρε Κοτζαμάνη, τον έφαγες τον άνθρωπο...



A, ρε Γκοτζαμάνη, τον έφαγες τον ανθρωπάκο.
Του Χαΐμ Πολίτη


 Θεσσαλονίκη, χειμώνας του 1980. Εμείς — μια παρέα μουσάτοι, μακρυμάλληδες, αμπεχωνοφόροι φοιτητές — έχουμε πάψει να ξημεροβραδιαζόμαστε στις ταβέρνες (και κάποιες φορές, Σάββατα, κυρίως στις ντισκοτέκ που φθίνουν πια) και προτιμούμε τα νέα σημεία διασκέδασης της πόλης, όπως το Time Out ή το Φλου.

Το ουίσκυ αντικαθιστά τη ρετσίνα και ο Θεοδωράκης και η νεοκυματική κιθάρα, που βασίλευε στο «Λιόγερμα», μένουν στην άκρη, παραμερίζουν, κάνοντας χώρο στα πλατώ των μπαρ που ξεφυτρώνουν για τις μουσικές των Doors, των διαχρονικών Stones, της Pattie Smith, της  Jonnie Mitchel ή του πανκ που δειλά τότε ξεκινούσε ν’ ακούγεται.

Έμενα τότε σ’ ένα σπίτι, στην πολύ στενή οδό Θεαγένους Χαρίση, εκεί που αγγίζαμε σχεδόν τους απέναντι ενοίκους, τα μπουγέλα μας πάντως, έφταναν εύκολα στα μπαλκόνια τους (το ίδιο συνέβαινε και στα δικά μας), ιδίως κατά τη θερινή περίοδο των εξετάσεων τις μεταμεσονύχτιες ώρες της μελέτης.

Βγαίνοντας απ’ την πόρτα της πολυκατοικίας αριστερά, έπεφτες στην οδό Αετορράχης — στην άλλη πλευρά ήταν η Μπιζανίου (και οι δύο δρόμοι ευτύχησαν να γίνουν γνωστοί στο πανελλήνιο απ΄το κομμάτι του Σαββόπουλου που βρίσκεται στο δίσκο του του ’83 «Τραπεζάκια έξω», τότε που ο αγαπημένος μας Νιόνιος διήνυε τη νεοορθόδοξη περίοδό του και μας ξεσήκωνε στο παλαί ντε σπορ, χορεύοντας με την Άσπα του, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία).

Ανεβαίνοντας την Αετορράχης συναντούσες την περίφημη φοιτητική ταβέρνα του Παγουλάτου, εκεί που γράψαμε πολλές ώρες στα πρώτα χρόνια μας στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τραγουδήσαμε μεγάλο μέρος του Θεοδωρακικού και λοιπού επαναστατικού ρεπερτορίου, αλλά πια δεν πατούσαμε — η ρετσίνα του μας φαινόταν πολύ άνοστη μπροστά στο «Γιαννάκη τον περιπατητή».

Είχαμε αφήσει το «άγαλμα» του Πλέσσα απ΄τον ώμο στο δρόμο και προχωρήσαμε προς την Προξένου Κορομηλά και τα γύρω στενά.

Δίπλα, σχεδόν, απ΄ τον Παγουλάτο βρισκόταν ένα κουτούκι, ένα πολύ μικρό μαγαζί με 5-6 τραπέζια σε μια σειρά, νομίζω, και στον ίδιο χώρο η κουζίνα και τα βαρέλια με τα κρασιά. Ο χώρος έμοιαζε «ακατάλληλος δι΄ ανηλίκους», όχι λόγω της αφόρητης τσίκνας απ΄τα τηγάνια που συνηπήρχαν με τους πελάτες —αυτήν  την είχαμε συνηθίσει και αλλού— αλλά γιατί οι θαμώνες ουδεμία σχέση είχαν με φοιτητικό θορυβώδη συρφετό.

Άνθρωποι μεγάλοι, με τα κουστουμάκια τους, άνω των πενήντα, γέροι μας φαίνονταν τότε, και μόνον άντρες, που μιλούσαν χαμηλόφωνα. Τίποτε δεν ακουγόταν έξω απ΄την πόρτα σε αντίθεση με τον διπλανό πολύβουο Παγουλάτο, στον οποίο το «εκατό» ήταν συχνός «πελάτης», λόγω διατάραξης της κοινής ησυχίας των περιοίκων.

Το όνομα του μαγαζιού, «Κόκκινος», μας δελέαζε επανειλημμένως να μπούμε, έστω κι αν οφείλονταν στο χρώμα της κόμης του ιδιοκτήτη και όχι στην πολιτική του τοποθέτηση. Αλλά πώς να μπεις εκεί, όπου το μόνο που ακούγονταν ήταν καμιά καντάδα απ΄τους, πράγματι, καλλίφωνους βαρελόφρονες μεσήλικες;

Τέλος πάντων, ένα βράδυ —θυμάμαι φύσαγε διαολεμένα και η κάθοδος στο κέντρο με τις μηχανές μάς φαινόταν οδυνηρή— αποφασίσαμε να διαβούμε την ξύλινη πόρτα και να πιάσουμε στασίδι σ’ ένα άδειο τραπέζι. Μας δέχθηκαν με επιφωνήματα χαράς, μπορώ να ομολογήσω, δεν ξέρω αν κανείς άλλος, σαν και του λόγου μας, είχε επιχειρήσει να καθήσει εκεί.

Η βραδιά εξελίχθηκε υπέροχα. Άρχισαν να μας κερνούνε και οι «μισές»  πηγαινοέρχονταν με τα πιάτα που άδειαζαν εν ριπή οφθαλμού. Τα τραγούδια εναλλασσονταν με «πονηρά» ανέκδοτα και ενσωματωθήκαμε απολύτως με όλον το «άλλο κόσμο». Εμείς, γιατί, επιτέλους, νομίζαμε ότι διαβήκαμε το άβατο κι Αυτοί, γιατί ανανεώσαμε με τη νιότη μας, τη γεροντίστικη συντροφιά τους. Όλοι γίναμε μια παρέα. Όλοι;

Όλοι, εκτός από έναν ξερακιανό, μαυριδερό γερασμένο άντρα που καθόταν μόνος σ’ ένα τραπέζι με μια «μισή» κι ένα πιάτο, που όταν άδειαζαν ο Κόκκινος ξαναγέμιζε περιφρονητικά, χωρίς να τον κοιτάζει και τ’ άφηνε στη γωνία του τραπεζιού του. Κανείς δεν του μίλαγε, σε κανέναν δε μίλαγε. Δε ρωτήσαμε ποιος ήταν, δε μας έκοφτε. Εμείς περνούσαμε ωραία.

Δε θυμάμαι τι ώρα είχε πάει, ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, ο Κόκκινος μάζευε τα άδεια πιάτα και σκούπιζε τα τραπέζια και το πάτωμα. Μια τελευταία γύρα, ακόμη. Τότε, σηκώθηκε ένας καλοσυνάτος και ευγενής γέροντας να μας ευχηθεί «στην υγειά σας, παιδιά», και μετά, γυρίζoντας απότομα, απευθύνεται στον μοναχικό άντρα του τραπεζιού της γωνίας, ουρλιάζοντας σχεδόν:

«Α, ρε Γκοτζαμάνη, τον έφαγες τον ανθρωπάκο!».


|tvxsteam tvxs.gr
Dim/Art