Κυβέρνηση Αριστεράς
Όπως είναι προφανές, πάμε για σχηματισμό κυβέρνησης
ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές Φεβρουαρίου. Η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη μετά τα
αποτελέσματα των ευρωεκλογών, διότι δεν ήταν δυνατόν να σταθεί κυβέρνηση
μειοψηφίας για πολύ καιρό, αφού τα κυβερνητικά κόμματα συγκέντρωναν 30%. Η
δυσαρμονία μεταξύ Βουλής και λαού ήταν τόσο μεγάλη, που δεν επέτρεπε κανέναν
πολιτικό σχεδιασμό.
Το ζήτημα της συναίνεσης που τέθηκε τελευταία στιγμή ήταν
πολιτικά άσφαιρο, διότι το πρόβλημα δεν είναι η συναίνεση γενικώς, αλλά η
απάντηση στο κεντρικό πολιτικό ερώτημα: ποια στάση πρέπει να κρατήσει η Ελλάδα
έναντι των απαιτήσεων των δανειστών. Το πακέτο που προτείνεται δεν είναι
δυνατόν να γίνει αποδεκτό, διότι θα οδηγούσε σε πλήρη καταστροφή της
παραγωγικής βάσης και σε πλήρη εξαθλίωση τα νοικοκυριά.
Η αύξηση των φόρων που
απαιτεί η τρόικα, θα διαλύσει ολόκληρους κλάδους της οικονομίας, από τουρισμό
μέχρι αγροτική παραγωγή. Η αποδιάρθρωση της αγοράς , θα μετατρέψει την Ελλάδα
σε χώρα ειδικής οικονομικής ζώνης, χωρίς κανόνες, χωρίς εργασιακά δικαιώματα,
χωρίς προστασία, χωρίς ασφαλιστικό σύστημα. Τέλος, οι νέες περικοπές στο ήδη
διαλυμένο κράτος πρόνοιας και οι νέες απολύσεις, θα οδηγήσουν μεγάλα τμήματα
του πληθυσμού στην εξαθλίωση.
Επομένως, δεν ήταν δυνατή η συναίνεση και η ψήφος των
βουλευτών, όχι γιατί έχουν συμφωνήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά διότι δεν είναι πλέον
σε θέση να ψηφίσουν τέτοια μέτρα στη Βουλή. Ούτε οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ δεν
επρόκειτο να τα δεχθούν. Το ότι ο Βύρων Πολύδωρας, για παράδειγμα, αρνείται
πεισματικά να ψηφίσει Δήμα, είναι απολύτως ενδεικτικό. Αυτή είναι η γενική
πεποίθηση των βουλευτών: δεν πάει άλλο.
Υπό το πρίσμα αυτό, οι εξελίξεις ήταν προδιαγεγραμμένες
και όσον με αφορά, είχα προτείνει από τον Ιούνιο ήδη άμεσες εκλογές, ώστε να
ξεκαθαρίσει νωρίς το πολιτικό τοπίο. Ο Σαμαράς επέλεξε όμως την στρατηγική της
εξάντλησης των πολιτικών περιθωρίων, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε τώρα σε
βέβαιη, σχεδόν, αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί βέβαιη; Διότι το εκλογικό σώμα, υπό το βάρος του
κινδύνου αστάθειας και με την ανασφάλεια που θα προκύψει στην προεκλογική
περίοδο, το πιθανότερο είναι να κινηθεί μαζικά προς το πρώτο κόμμα. Έτσι
εξάλλου συμβαίνει πάντα: το κόμμα που έχει την δυναμική παίρνει επιπλέον τις
τελευταίες μέρες ένα 3-5%. Με δεδομένο ότι όλες οι δημοσκοπήσεις δίνουν με
αναγωγή αυτή τη στιγμή περίπου 32-33% στον ΣΥΡΙΖΑ, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως
το τελικό του σκορ δεν πρέπει να είναι κάτω από 35-36%, δηλαδή πολύ κοντά στην
αυτοδυναμία.
Αυτό δείχνει εξάλλου και το γενικό πολιτικό κλίμα. Αυτό
που έχει εμπεδωθεί στην κοινή γνώμη είναι η αίσθηση πλήρους αποτυχίας των δύο κυβερνητικών
κομμάτων και η αίσθηση της αδυναμίας διαπραγμάτευσης. Η αίσθηση αυτή έχει
συνοδευτεί, επίσης, και από την πεποίθηση μιας πολιτικής ανωμαλίας, καθώς η
διακυβέρνηση των τελευταίων μηνών βαρύνεται με πλήθος αντισυνταγματικών
κινήσεων, με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, με αυθαίρετες αποφάσεις, με
παράκαμψη δικαστικών αποφάσεων και κυρίως, με εκχώρηση κρατικών δικαιωμάτων και
σχεδόν πλήρη κατάλυση κάθε έννοιας κρατικής κυριαρχίας και εθνικής
ανεξαρτησίας. Με μια διακυβέρνηση, που ουσιαστικά διενεργείται με μονομερείς
αποφάσεις της τρόικας και με e-mail.
Επομένως, δεν είναι μόνον η απαίτηση για μια δυναμική
ελληνική στάση κατά τις διαπραγαματεύσεις με τους δανειστές, αλλά και η
απαίτηση της αποκατάστασης των δημοκρατικών θεσμών.
Και αυτό το τελευταίο είναι ίσως και το σπουδαιότερο. Δεν καλούμαστε δηλαδή να επιλέξουμε μόνον
νέα ομάδα διαπραγμάτευσης με την τρόικα, αλλά καλούμαστε να αποκαταστήσουμε
τους δημοκρατικούς θεσμούς. Αυτό θα είναι
και το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών.
Όσοι λοιπόν βουλευτές, επέλεξαν αυτήν τη στιγμή να
στηρίξουν την κυβέρνηση, ουσιαστικά επέλεξαν την παράταση αυτής της πραγματικά
θλιβερής περιόδου της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας.
Απόστολος Διαμαντής
Protagon.gr