28η
ΟΚΤΩΒΡΗ 1940
[το
ξεκίνημα]
Ένας
αλλόκοτος μακρόσυρτος ήχος έκανε εκείνο
το πρωί τον 10χρονο Μάριο να πεταχτεί
έντρομος από το κρεβάτι του και να τρέξει για προστασία στο δωμάτιο των γoνιών
του. Ήταν οι σειρήνες που ξεφώνιζαν την
έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου. Ακολούθησε
η γερμανική Κατοχή, η Αντίσταση, η ‘’απελευθέρωση’’ και τα
χειρότερα, με τον Εμφύλιο. Ο Μάριος υπήρξε παρών σε όλα αυτά, αρχικά σαν
θεατής. ‘Ηταν δέκα ετών όταν ξεκίνησαν
και είκοσι όταν πήρε το όποιο τέλος του, ο εσωτερικός, ο εμφύλιος
πόλεμος.
Γεννημένος
στο Πειραιά τον Μάιο του 1930, ένα από τα έξη παιδιά της οικογένειάς του, ο
Μάριος τα έζησε όλα από κοντά και έμαθε να μη χαζεύει στη ζωή του. Έμαθε πολύ
νωρίς ότι όλα περνούν, έστω αφήνοντας βαθιά σημάδια. Δεν λέμε πως "ότι δεν
σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό" ;;
Η οικογένεια
του Μάριου ήταν αυτό που αποκαλούμε σήμερα εύπορη, αλλά με τα τότε μέτρα
θεωρούνταν πλούσια. Ο πατέρας, πλοίαρχος και ιδιοκτήτης του πλοίου που
κυβερνούσε, το “Άγιος Νικόλαος’’, ένα μέτριο σχετικά καράβι, 1400 τόνων,
φορτηγό. Ο Μάριος μεταξύ 8-10 ετών είχε ήδη κάνει 4-5 ταξίδια με τον πατέρα
του. Όλα Πειραιάς-Βάρνα και Πειραιάς-Οδησσός, στη Μαύρη Θάλασσα. Ήταν τότε, όπως του έλεγαν αργότερα, το
αγαπημένο ‘‘κασεράκι’’ του καπετάν Μανώλη. Έτσι τον αποκαλούσε λόγω της
χλωμάδας του.
Με την
έναρξη των πολεμικών συγκρούσεων φάνηκε ότι παραδόξως οι Ιταλοί δεν ήταν σε θέση να μας πάρουν φαλάγγι και να περάσουν τα Ελληνικά σύνορα. Ο ανέτοιμος ελληνικός στρατός, όχι μόνο τους απώθησε αλλά τους πήρε εκείνος στο κυνήγι,
προελαύνοντας μέσα στην αλβανική
ενδοχώρα και πατώντας την μια μετά την
άλλη όλες, τις παλαιότερα, ελληνικές πόλεις.
Οι μήνες που
ακολούθησαν έγραψαν αυτό που δίκαια ονομάστηκε "Έπος του 40". Οι έλληνες φαντάροι, σχεδόν ξυπόλητοι μέσα
στα χιόνια, απέδειξαν για ακόμη μια φορά, ότι όταν αγωνίζεσαι ένα δίκαιο αγώνα "υπέρ
βωμών και εστιών", μπορείς να νικήσεις ένα εχθρό υπέρτερο σε όπλα και
αριθμό. Πίσω, στις πόλεις, όσοι δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν, ζούσαν μέρες ξεχωριστές,
Ένας ξέφρενος ενθουσιασμός κυριαρχούσε σε όλη τη χώρα.
Ο μικρός
Μάριος, όλα αυτά δεν τα ‘’άκουσε’’, τα έζησε. Εκεί ανακάλυψε και το χάρισμα
του στη ζωγραφική. Ήρωάς του, ο μεγάλος
έλληνας σκιτσογράφος Φωκίων Δημητριάδης, πού καθημερινά με τα σκίτσα του γελοιοποιούσε τους φασίστες
ιταλούς του Μουσολίνι. Ακολουθούσε η φωνή της ελληνίδας μάνας και αδελφής: η μεγάλη Σοφία Βέμπο. Τα τραγούδια της αντηχούσαν
από τα παράθυρα των σπιτιών [όσων διέθεταν τότε ένα ραδιόφωνο], σαν βάλσαμο στις ψυχές των ελλήνων. Γιατί
βέβαια, καθημερινά υπήρχαν και σπίτια που δέχονταν την απάνθρωπη είδηση: ένας
πατέρας, ένας γιος, ένας αδελφός, είχε αφήσει το νεκρό κορμί του, συχνά και
άταφο, στο χιονισμένο αλβανικό μέτωπο.
Αρχές
Απριλίου πια , οι γερμανοί σύμμαχοι των
ιταλών κατάλαβαν ότι έπρεπε να επέμβουν,
γιατί το "παιχνιδάκι" του Μουσολίνι είχε μετατραπεί σε μια άσχημη φάρσα για την εξέλιξη του πολέμου.
Εκείνοι (οι γερμανοί) στο ίδιο διάστημα είχαν καταπιεί Βέλγιο, Ολλανδία,
Πολωνία και Γαλλία και ετοιμάζονταν για Ρωσίακαι Αγγλία. Και ο πόλεμος στα
Βαλκάνια, που είχαν αναλάβει οι ιταλοί, χανότανε μέσα σε μια πλήρη γελοιοποίηση για τον Φασιστικό
Άξονα.
Αυτή η
εξέλιξη έφερε τούμπα το μέχρι τότε νικηφόρο σκηνικό στην Ελλάδα. Η γερμανόφιλη τάση πολλών ελλήνων
πολιτικών, με πρώτο τον δικτάτορα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, αλλά και πολλούς ανώτατους
αξιωματικούς, έδωσε το σήμα της υποχώρησης και της παράδοσης απέναντι στην, ομολογουμένως
ακαταμάχητη τότε, γερμανική υπερδύναμη. Και το άδοξο τέλος του πολέμου,
τσαλάκωσε –ενώ δεν του άξιζε- το ηθικό του λαού, σχεδόν στο σύνολό του. Έτσι
άρχισε το δράμα της Κατοχής για τους έλληνες. Μια κατοχή που σκότωσε
περισσότερους έλληνες απ΄ όσους ο
ίδιος οπόλεμος στην Αλβανία. Στην αρχή από
την πείνα των ανθρώπων της φτωχολογιάς και στη συνέχεια σε ένα μεγαλύτερο μέρους
του λαού.
Στα μάτια
του Μάριου [11 ετών πλέον] όλα αυτά ήταν απλούστατα μια αναπότρεπτη εξέλιξη.
Είπαμε ήδη ότι τα ζούσε , τα βίωνε τα γεγονότα. Οι εικόνες έπεφταν μια – μια σαν πραγματικότητα , δεν ήταν ένα έστω σκληρό,
reality της εποχής του. Εδώ υπήρχε αίμα και θάνατος. Βίαιος ή όχι, αλλά θάνατος στη διπλανή σου
πόρτα, σε φίλους και γείτονες . Η πείνα δεν εισέβαλε στο πατρικό του, αλλά την
ανέπνεε ολόγυρά του.
Πηγαίνοντας πίσω, στον Απρίλη του 40, με τον
πρώτο γερμανικό βομβαρδισμό του Πειραιά,
[όπου ζούσαν μέχρι τότε], ο καπετάν Μανώλης, έχοντας την οικονομική δυνατότητα,
πήρε την οικογένειά του αλλά και της γυναίκας του , της Ματίνας, και μετακόμισαν στην απόμερη
τότε Νέα Σμύρνη, σε μια άνετη για όλη την φαμίλια μονοκατοικία. Εκείνος
σταμάτησε να καπετανεύει. Το καράβι του κατασχέθηκ από τους Γερμανούς. Πολλοί
ναυτικοί τότε δούλεψαν στα κατασχεμένα πλοία. Έπρεπε να ζήσουν τις οικογένειές τους,
δεν είχαν άλλη διέξοδο. Ο Μάριος δεν άκουσε ποτέ τον πατέρα του να τους κακίζει,
τους καταλάβαινε, τους κατανοούσε μάλλον…
Εκείνος
μπορούσε να το κάνει έχοντας την οικονομική δυνατότητα, για μια τέτοια επιλογή.
Εκεί στη Νέα Σμύρνη έστησε το νέο "κάστρο" του, περιμένοντας την
απελευθέρωση της πατρίδας του από τους
ήρωές του, τους Άγγλους. Ο Μανώλης, εκείνα τα πρώτα χρόνια της κατοχής, ήταν ένας
ήρωας για τον Μάριο. Λεβέντης στη ψυχή και
το παράστημα, αλλά και Πατέρας του, κέρδισε όλον του τον σεβασμό πέρα από την
αγάπη του. Πατέρας και γιος, δεσμοί
ακατάλυτοι….
Ο πρώτος
χειμώνας, τέλος 40 αρχές 41, έφερε την φαμίλια ακόμα πιο μακριά , στο Μπογιάτι
[σήμερα Αγ. Στέφανος] στο σπίτι που παραθέριζαν
όλα τα καλοκαίρια μέχρι τότε. Ακόμα μια μεγάλη ανατροπή για τη ζωούλα
του πιτσιρικά Μάριου. Μέσα σε ένα χρόνο,
από τον Πειραιά σε προάστιο [Νέα Σμύρνη] και από εκεί στη επαρχία [Μπογιάτι]. Όχι
όμως πια για καλοκαιρινές χαρές και παιχνίδια,
αλλά για μια πιο άνετη επιβίωση. Για σχολείο και τέτοια [γαλλικά], ούτε
λόγος βέβαια. Όλα κλειστά,για όλους…
Εκείνος
λοιπόν ο χειμώνας (1941) ήταν και ο
χειρότερος, στη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία.
Και εκεί, στο Μπογιάτι, υπήρξαν οι πρώτες εικόνες του κατακτητή για τον
Μάριο. Οι γερμανοί είχαν κρατήσει τις μεγάλες πόλεις, αρχικά. Στα προάστια και
τα χωριά τη βγάζαμε καθαρή με τους ‘’φρατέλους’’ ιταλούς. Αυτοί ήταν και οι
ίδιοι "αιχμαλωτοι" των συμμάχων τους, έχοντας χάσει και το τελευταίο
ίχνος εκτίμησης από τους Γερμανούς.
Τώρα όμως
και τα παιδιά άλλαζαν μέρα τη μέρα. Τα παιχνίδια, ας πούμε, έγιναν κυρίως οι
σφεντόνες, που δεν στόχευαν μόνο πουλιά αλλά και βατράχια… Μάλιστα. Και η
αλλαγή στους "στόχους" δεν ήταν κάποια άσχημη ιδέα που τους μπήκε ξαφνικά. Έχοντας αποκτήσει μια οικειότητα με τους ιταλούς στρατιώτες που φρουρούσαν τις
εκεί, στο Μπογιάτι, υπόγειες πυριτιδαποθήκες του Ελληνικού Στρατού, [που τους
παραδόθηκαν αμαχητί σώες και αβλαβείς], τα
παιδιά της παρέας είχανε ανακαλύψει μια πραγματική φλέβα χρυσού.
Οι
καλοπροαίρετοι, είναι η αλήθεια, και χαζοχαρούμενοι ιταλιάνοι, μας πρόσφεραν
και σοκολάτες και υπέροχο [ιταλικής κατασκευής] κατάλευκο και ζεστό της ώρας
ψωμί. Σύντομα όμως ζήτησαν και την ανταπόδοση. Για κάθε καρβελάκι ψωμί
απαιτούσαν 3 βατραχάκια ζωντανά, ενώ για
μια ζωντανή χελώνα έπεφταν και σοκολάτες και κρεατικά, ακόμα και τσιγάρα. Έτσι
πρωτοδοκίμασε ο Μάριος το τσιγάρο σε ηλικία 11 ετών. Και δεν το έκοψε ποτέ,
μέχρι σήμερα.
Η ζωή
εκείνη, οι εμπειρίες αυτές, "έγραψαν" διαφορετικά στο μυαλό του
Μάριου από των άλλων χωριατόπαιδων [όλων μεγαλύτερων 2-5 χρόνια]. Και αν τον δέχονταν μαζί τους,
ήταν γιατί εκείνος ζητούσε "μερτικό" μόνο από τα τσιγάρα. Ενώ εκείνα
ενδιαφέρονταν για το ψωμί και ό,τι φαγώσιμο. Ο μικρός Μάριος δεν τολμούσε ούτε
νύξη να κάνει για τα πάρε-δώσε με τους
ξένους, πόσο μάλλον που δεν του έλλειπε η
ικανοποιητική τροφή. Με τις λίρες , ο
καπετάνιος καθάριζε για όλα και με ευκολία. Στο τέλος
εκείνου του τρομερού ΄41 και με το τέλος του καλοκαιριού, η οικογένεια γύρισε
ανέπαφη και υγιής στη Ν.Σμύρνη
Όμως ο δικός
μας, ο Μάριος, είχε αλλάξει σημαντικά. Στο παιδικό του μυαλουδάκι, εκείνη η
άκακη παιδική παρέα, [που έψαχνε για τροφή και τίποτα παραπάνω], είχε πάρει
άλλη, διαφορετική, μορφή. Ήταν η γνωριμία του με την περιπέτεια και τον
κίνδυνο, που, από τότε, του έγινε το δεύτερο "αιωνόβιο" χόμπι του,
μετά το τσιγάρο. Χωρίς να το αντιληφθεί, άρχισε να ψάχνει την δράση, την
περιπέτεια. Μόνο πάρα πολύ αργότερα συνειδητοποίησε, ότι περιπέτεια για την περιπέτεια,
χωρίς ιδανικά και ιδεολογία, δεν είναι μόνο χάσιμο χρόνου, αλλά ένας
τυχοδιωκτισμός και μια καταστροφική αποκοτιά..
Και καθώς
δεν ήταν μεγαλωμένος για μια τέτοια ζωή, άρχισε σιγά-σιγά να γλιστράει στον
δρόμο της αυτοκαταστροφής, ξοδεύοντας τα νιάτα του χωρίς σκοπό και χωρίς
"ρότα". Και ας τον φώναζαν αργότερα
οι νέοι φίλοι του "καπετανόπουλο". Ένα καπετανόπουλο χαμένο
στην ομίχλη, στο πουθενά…
[η συνέχεια]
Έχουμε πλέον
φτάσει στο 42 προς 43. Ο πόλεμος έχει ήδη
εξελιχθεί σε Παγκόσμιο Οι δυνάμεις
του Άξονα Γερμανίας – Ιταλίας, έχουν πλέον ένα πολύ δυνατό παίκτη στο πλευρό τους, την
παραδοσιακά μιλιταριστική Ιαπωνία. Oι Ιάπωνες,
απρόκλητα και αιφνιδιαστικά, ένα πρωί πραγματοποίησαν μια εντυπωσιακή
επίδειξη ισχύος, επιτιθέμενοι, με μεγάλη αεροπορική δύναμη βομβαρδιστικών, στον
τότε μεγαλύτερο ναύσταθμο
των ΗΠΑ. Μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες
είχαν στείλει στο βυθό, στο νησί Πέρλ Χάρμπορ [στον Ειρηνικό], σχεδόν όλα τα
πολεμικά πλοία που,βρίσκονταν στο λιμάνι.
Δεν αντιμετώπισαν άλλωστε καμιά
αντίδραση, από τους αιφνιδιασμένους Αμερικανούς. Κανένα όμως κακό δεν πάει μόνο
του, σκέτο. Τα καλά νέα για τον Άξονα,
έκρυβαν ακόμα καλλίτερα για τους
Βρετανούς, που είχαν μείνει χωρίς συμμάχους.
Είχαν όλοι τους ηττηθεί ή παραδοθεί στη Γερμανία σε χρόνο ντε τε. Οι
τελευταίοι που παρέδωσαν τα όπλα, στην Ευρώπη, ήταν οι Έλληνες. Οι μικρότεροι,
σε έκταση [εδαφική] από όλους τους άλλους.
Και, αυτό,
γιατί για μια ακόμα φορά, οι ολίγοι έλληνες απέδειξαν στη παγκόσμια κοινωνία,
ότι καταφέρνουν να μοιάζουν για
"πολλοί", όταν κάποιος ξένος τους πατήσει τον κάλο. Εκεί που τα
κάνουν μαντάρα, είναι όταν αρχίζουν να ποδοπατούνται μεταξύ τους…
Αν και δεν
πρόκειται για "ιστορικό ανάγνωσμα", θα πρέπει να θυμηθούμε ότι, στο μεταξύ, η αδηφάγος Γερμανία είχε επιτεθεί και στη Σοβιετική Ένωση, θέλοντας [όταν θα
είχε καταβάλει και την ολομόναχη Βρετανία]
να μην έχει στη πλάτη της τον αληθινό "εχθρό", όχι μόνο δικό
της αλλά και όλων των άλλων
[ιδεολογικά.]. To ΚΚΣΕ!!
Σωστά ή όχι,
όλα αυτά ήταν πέρα από τις γνώσεις του νεαρού, πια, Μάριου. Το μόνο που μέχρι
τότε γνώριζε, πέρα από κάθε αμφιβολία, ήταν η ασύνορη αγάπη και ο απόλυτος
θαυμασμός τού Πατέρα του προς την Αγγλία και ό,τι το αγγλικό. Kαι τα εχθρικά, [στη
πλήρη έννοια της λέξεις] αισθήματα για
ό,τι αριστερό, ακόμα και Βενιζελικό [όχι του Βαγγέλη]. Ο Μάριος δεν είχε
διαφορετική γνώμη. Πως θα μπορούσε, άλλωστε;; Με τι γνώσεις θα μπορούσε να
αμφιβάλει; Στα μάτια του, ο πατέρας του ήταν ο δικός του ήρωας.
Και οι
ιστορίες που άκουγε τακτικά τα βράδια, γύρω
από τη σόμπα μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια [10μελή + την υπηρετριούλα Βασιλική = 11] και περιμένοντας να ακούσουν [
από το, τέλειο για την εποχή του, ραδιόφωνο μάρκας telefunken] την ελληνόφωνη εκπομπή του BBC [γύρω στις 9 το
βράδυ], ήταν το καθημερινό του "ευχέλαιο"’ στη μεγαλοσύνη της λατρεμένης Αγγλίας.
Τον Απρίλη
του 1941, με τη ατιμωτική συνθηκολόγηση
και τη παύση των εχθροπραξιών απέναντι
στους Γερμανούς, ακολούθησε το χάος. Πρώτα έφυγαν ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και η
κυβέρνησή του, [για την σιγουριά της Αιγύπτου] και μετά το βρετανικό
στρατιωτικό σώμα που πολέμησε μαζί μας
τους ιταλούς και στη συνέχεια και τους γερμανούς. Ο Μάριος μάλιστα, εκεί
στο σημερινό νεκροταφείο της Ν. Σμύρνης,
έχει πολλά να θυμηθεί, Εκεί είχαν στήσει τα κανόνια τους τα αντιαεροπορικά και
τους τεράστιους προβολείς οι Άγγλοι και προστάτευαν το λιμάνι του Πειραιά από
τους βομβαρδισμούς των γερμανών και των ιταλών.
Όλα τα
παραπάνω, δίνουν, κάπως, το τοπίο μέσα από τα μάτια του Μάριου. Τα ενδιαφέροντά
του τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν κυρίως , το ποδόσφαιρο, και τα άλλα παιχνίδια
της εποχής [κρυφτό, κλέφτες-αστυνόμοι], με
τους φίλους και τα τέσσερα αδέλφια του.
Κατά σειρά [με 3 χρόνια διαφορά μεταξύ τους] η Ράνια, ο Μάριος, η Λιλή και ο βενιαμήν , ο
Λέλος.
Η αγάπη
ξεχείλιζε στην οικογένεια μεταξύ όλων. Με την Ράνια, που ήταν τότε 16 έπαιζαν
ένα θέατρο [ας πούμε σκιών], αλλά με
ήρωες γυναίκες και άνδρες τέλειους, μιας και οι φιγούρες τους ήταν κομμένες με
το ψαλίδι από τα παλιά περιοδικά μόδας
που υπήρχαν στο σπίτι. Σαν οι δύο μεγαλύτεροι, επικοινωνούσαν
διαφορετικά …Ο Μάριος τη θαύμαζε!
Με την Λιλή,
που την λάτρευε, ήταν φιλαράκια [εκτός σπιτιού]. Εκείνη, ένα γνήσιο τότε πανέμορφο αγοροκόριτσο, έπαιζε βόλους μαζί
του και με 4-5 ακόμα αγόρια, της παρέας , ισότιμα. Δεν ζήταγε, ούτε δέχονταν ειδική
μεταχείριση. O επτάχρονος Λέλος ήταν ο αγαπημένος όλης της φαμίλιας και ο
Μάριος θυμάται ότι τον πείραζε, επειδή ήταν ‘ερωτευμένος’ με μια πιτσιρίκα ποντιοπούλα,
που έμεναν δίπλα τους. Αν και
υποψιασμένος στα του άλλου φύλου [με τόσες γυναίκες που κυκλοφορούσαν γύρω του]
το ερωτικό γαϊτανάκι δεν είχε, ακόμα, ξεκινήσει για τον Μάριο.
Το
"ουράνιο τόξο" μπήκε στη ζωή του κάποιο ανοιξιάτικο απομεσήμερο, σε
μια στιγμή που έπαιζε βόλους με την παρέα του και τη Λιλή. Ξαφνικά, όλα τα
παιδιά είδαν πάνω από τα κεφάλια τους μια παρέα 4-5 νεαρών 18 ετών και πάνω. Τα
μάτια του Μάριου έπεσαν, καρφώθηκαν θα έλεγα, στη μοναδική κοπέλα.
Ήταν μια
Θεά!! Ψηλή, αθλητική, με μακριά καστανά μαλλιά σε ένα πλούσιο χαλαρό κότσο, και
μια φούστα στο ύψος της όμορφης γάμπας της. Αυτό ήταν, την ερωτεύθηκε…
= Παιδιά
γειά σας, είπε εκείνη, έχετε ακούσει για την ΕΠΟΝ
Κανένα από
τα παιδιά δεν έδειξε να ξέρει περί τίνος επρόκειτο
= Συνέχισε εκείνη: είναι η οργάνωση νέων του
ΕΑΜ που…κλπ.,κλπ. Θα θέλατε να
γίνετε κι εσείς μέλη και να βοηθάτε σε διάφορες μικρές αλλά πολύ χρήσιμες δραστηριότητες;
=
Ναι, πετάχτηκε ο Μάριος χωρίς δεύτερη
σκέψη.
Ήταν ήδη έτοιμος
να πάει και στη κόλαση για χάρη της.
Αφού τους
ρώτησε που μπορούσαν να πάνε να μιλήσουν, [τουλάχιστον όσοι ήθελαν] κατέληξαν
σε ένα κοντινό "γιαπί" που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά όταν έπαιζαν
κρυφτό. Η κοπελιά, που ήταν και η αρχηγός, ξεκίνησε την καθοδήγηση. Όταν
τέλειωσε, τους έδωσε κάποια σύντομα ΕΑΜικά συνθήματα και τους ζήτησε να τα
αντιγράψουν σε όσο περισσότερα αντίγραφα μπορούσαν. Θα πέρναγε να τα πάρει
εκείνη σε δύο- τρεις μέρες.
Από εκείνο
το απόγευμα ή ζωή του Μάριου πέρασε σε άλλη διάσταση. Είχε ανακαλύψει έναν άλλο
κόσμο, ιδεατό, με περιεχόμενο καθαρά μαχητικό και ηρωικό. ΄Ηταν ένας αγωνιστής…
ένας αντάρτης της πόλης…
Τα
περισσότερα συνθήματα που παρέδωσαν τα παιδιά, ήταν του Μάριου. Αλλά και τα πιο
ποιοτικά. Είχε ήδη διαβάσει αυτά τα συνθήματα που η ΕΠΟΝ έγραφε στους τοίχους
με κόκκινη μπογιά και είχε σκιρτήσει μέσα του η καλλιτεχνική φύση που διέθετε. Η αρχηγός τους ευχαρίστησε όλους
και μετά πήρε παράμερα τον Μάριο. Με το χέρι της ακουμπισμένο στον ώμο του, τον
έχρισε κάτι σαν επικεφαλής της μικρής ομάδας και του είπε πως τον θεωρούσε "σύντροφο", πια.
Οι πρώτες
εντολές ήταν η δημιουργία κόκκινης μπογιάς για τα γραψίματα στους τοίχους, από
άλλα μεγαλύτερα μέλη. Δεν γνώριζαν, ούτε έμαθαν ποτέ το όνομά της. Οι συγκεντρώσεις συνεχίζονταν με
καθοδήγηση και δουλειά. Έπρεπε να βρίσκουν τούβλα και κεραμίδια και να τα σπάνε
με πέτρες μέχρι να γίνουν σκόνη. Μετά, μέσα σε παλιούς τενεκέδες γεμάτους νερό,
έριχναν τη σκόνη τελευταία στιγμή, για να μη σβολιάσει, και την ανακάτευαν μέχρι
να γίνει χρώμα, κόκκινο. Ο κάθε τενεκές με μπογιά, ήταν αδύνατον να μεταφερθεί
από συνηθισμένα μπράτσα. Απαιτούνταν μεγάλη δύναμη, γιατί έπρεπε να πάει από
τοίχο σε τοίχο μέχρι να αδειάσει ή να στεγνώσει…
Οι ομάδες
που έκαναν αυτή τη δουλειά αποτελούνταν από πιο μεγάλα παιδιά, αγόρια
κυρίως, αλλά και κοπέλες. Στη ομάδα που
ανήκε ο Μάριος, αρχηγός ήταν η κοπελιά. Εκείνη καθόριζε προς πια γειτονιά θα
κινηθούν και τι συνθήματα θα γραφτούν στους τοίχους. Δύο νεαροί αλλά
μπρατσομένοι σύντροφοι, μετέφεραν τους τενεκέδες. Δύο άλλα παιδιά ήταν οι "γραφιάδες" που
μετέφεραν και τα μεγάλα και χοντρά
πινέλα, που με το πρώτο γράψιμο βάραιναν πολύ και αυτά.
Τουλάχιστον
δύο σύντροφοι, οι μεγαλύτεροι, με τα
πιστόλια στο χέρι, φύλαγαν και επόπτευαν
τον χώρο. Δεν είχαν να κάνουν με έλληνες αστυνομικούς. Ούτε θα πέρναγαν από
κάποιο δικαστήριο, [όπως σήμερα με τα spray και τους δικηγόρους] αν έπεφταν
πάνω σε μηχανοκίνητα περίπολα γερμανικά, που έβγαιναν κάθε βράδυ. Και μόνο στην απλή θέα τους, αυτοί οι
άνδρες των SS ήταν τρομακτικοί. Ψηλοί, με το κλασικό κράνος, τις μπότες μέχρι
το γόνατο και το πολυβόλο κρεμασμένο από το λαιμό οριζόντια στο στήθος, ήταν
έτοιμοι να σκοτώσουν, όχι να συλλάβουν
Οι εντολές για την ομάδα ήταν σαφείς: <<σας
θέλουμε ζωντανούς. Δεν κάνουμε πόλεμο, εμείς. Υπάρχει ο ΕΛΑΣ γι’ αυτό…
Σκοπός μας υπέρτατος, είναι το ηθικό του
λαού των συνοικιών. >>
Η επιχείρηση
τέλειωνε πρώτα με την αποχώρηση των μεταφορέων και των "γραφιάδων".
Αμέσως μετά, το λόγο έπαιρνε – κυριολεκτικά – η Βέμπο
[έτσι την είχε ονομάσει μέσα του ο Μάριος]. Με το αυτοσχέδιο μεγάλο χάρτινο χωνί στο χέρι,
ξεσήκωνε τον τόπο με τη φωνή της μέσα
στην απόλυτη σιωπή, όχι μόνο της νύχτας αλλά και της σκλαβιάς. Για τον Μάριο
ήταν ό,τι και η Βέμπο: Ένα βάλσαμο θάρρους για τους κατακτημένους έλληνες και μια αχτίδα ελπίδας:
ΑΔΕΛΦΙΑ
[άρχιζε] Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ ΕΡΧΕΤΑΙ… ΓΙ ΑΥΤΟ ΠΟΛΕΜΑΝΕ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ
ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΜΑΣ... ΚΡΑΤΕΙΣΤΕ ΨΗΛΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ….ΣΑΣ ΜΙΛΑΕΙ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΠΟΝ.... Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ ΣΑΣ ΠΑΙΔΙΩΝ….ΤΑ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΑΣ
ΤΟΥ ΕΑΜ….
Τι χρόνια! τι
εποχή!, αυτή που διάλεξε ο θεός για τη γενιά του Μάριου…. Και πόσο επηρέασε τη
ζωή του, μέσα στη παραζάλη και τον ενθουσιασμό,
αλλά και τον "έρωτά του" για τη δική του ηρωίδα. Ξέχασε κάθε τι από τα λόγια και τις ιδέες του
πατέρα του και όλες σχεδόν τις αρχές τής
δικής του συντηρητικής φαμίλιας. Έμαθε να ζει μια διπλή ζωή από τη τρυφερή
ηλικία των δεκατεσσάρων του χρόνων.
Αρχικά, μόνο
ο Μάριος κατόρθωνε να ξεφεύγει [και όχι πάντα], από το σπίτι του και να παραδίνει το υλικό της σκόνης μέσα
στους άδειους από νερό τενεκέδες.... Αργότερα έγινε ο καλύτερος γραφιάς, αλλά
μόνο σε..... χαμηλούς τοίχους. Η επιχείρηση γινότανε μια φορά τη βδομάδα και πάντα βράδυ. Το
"βράδυ" ορίζονταν από την ώρα που άρχιζε η υποχρεωτική συσκότιση και
η πλήρης απαγόρευση της κυκλοφορίας στους δρόμους. Οι συνοικίες έμοιαζαν νεκρές , φαινομενικά έρημες.
Δακρύζει ο
Μάριος, όταν φέρνει στο μυαλό του τον ήχο εκείνης της φωνής του χωνιού, πολύ
περισσότερο που ήταν η φωνή της "Βέμπο" του. Στο ανέκαθεν τρελαμένο
μυαλό του Μάριου, φάνταζε σαν να
επρόκειτο για την αγαπημένη του, το κορίτσι του. Πέταγε στα σύννεφα , προφανώς δεν
ήξερε τι ακριβώς του συνέβαινε, αλλά η σκέψη ότι αυτή η κοπέλα που κινδύνευε
εκεί έξω μέσα στο σκοτάδι, ήταν η "αγαπημένη" του, τον γοήτευε, το
απολάμβανε.
Αγαπούσε μια
ανώνυμη ηρωίδα!!……Και ήθελε και εκείνος να πράξει κάτι ηρωικό, κάτι εφάμιλλο, από τη πλευρά του.
Το θεώρησε καθήκον του; Ήταν η φύση του; η μοίρα του; ο χαρακτήρας του;
Όλα αυτά μαζί;
Που να
ξέρεις κανείς το λόγο, για όσα μοιραία
ακολούθησαν τότε και καθόρισαν δραματικά την υπόλοιπη ζωή του...
Radical30
Πόρτο Ράφτη
Μάρτης 2007