Αμέσως μετά το τελικό σφύριγμα του αγώνα
Ολυμπιακός – Μπενφίκα ο Μίτσελ
κατευθύνθηκε προς το κέντρο του γηπέδου. Προσπέρασε τους πάντες και συμβολικά
επεφύλαξε την πρώτη σφικτή αγκαλιά στον διαπρέψαντα του γηπέδου. Ο Ρομπέρτο,
αποδιοπομπαίος του Ντα Λουζ, είδε τον προπονητή του να του σηκώνει το χέρι σαν
σε πυγμάχο που είχε πετύχει ντιρέκτ στην κακή του μοίρα. Ο σκόρερ Μανωλάς μπήκε
στην ίδια αγκαλιά μόνο γιατί ήταν πλάι στον τερματοφύλακα. Ο προπονητής ήξερε
ποιος είχε πάρει το ματς.
Δεν τα κάνουν αυτά οι προπονητές.
Συνήθως λένε κάτι ξύλινα του είδους «η προσπάθεια ήταν ομαδική», «όλα τα παιδιά
προσπάθησαν». Ο Μίτσελ όχι. Λέει «στηριζόμαστε πολύ στον Μήτρογλου» και όχι
«έχουμε πολλούς καλούς επιθετικούς». Λέει «ο Σάμαρης είναι βασικός στον
σχεδιασμό μας» και αφήνει έξω τα ακριβοπληρωμένα σήριαλ του καλοκαιριού. Έχει
ενδεκαδάτο τον Χολέμπας που ήταν φευγάτος, γιατί του κάνει τη δουλειά.
Ο προπονητής του Ολυμπιακού
επιβραβεύει τους καλούς, ασχέτως ονομάτων. Ο ίδιος ως παίκτης της Ρεάλ ήταν
winner για αυτό και πριν από τα υψηλά συμβόλαια τιμά τους winners. Tους
ξεχωρίζει γιατί γνωρίζει ότι το ποδόσφαιρο είναι συλλογικό άθλημα, αλλά πριν
από αυτό, είναι σπορ ατομικής περηφάνιας, όπως είναι βασικά όλος ο αθλητισμός.
Οι υπόλοιποι δεν έχουν παρά να γίνουν winners. Eκείνος πάντα καλύπτει τον
υστερήσαντα, αλλά ποτέ δεν κρύβει τον διακριθέντα.
Ορισμένοι αθλητικοί, λένε ότι δεν
είναι καλός προπονητής. Κάποιοι, ότι δεν είναι καν προπονητής. Δεν το ξέρω,
αλλά ξέρω ότι είναι ηγέτης. Ήταν όταν κατηύθυνε το παιχνίδι της Ρεάλ στον
άξονα, είναι και τώρα. Του πάγκου, από τον οποίο σηκώνεται για να γίνεται
μούσκεμα όπως οι παίκτες του σε όλη τη διάρκεια του ματς και των αποδυτηρίων,
όπου δεν θα βρεθεί κανείς να του πει «με αδίκησες»...