Ξεχάσαμε τη χούντα;
Μοιάζει να είναι παράδοξο: τέτοιες μέρες, όσα χρόνια η Ελλάδα πήγαινε καλά και η δημοκρατία της λειτουργούσε γενικά χωρίς προβλήματα, οι μνήμες της χούντας ήταν εξαιρετικά έντονες και κατείχαν κυρίαρχη θέση στη δημόσια συζήτηση, ακόμα και όταν είχε περάσει πια πολύς καιρός από εκείνη την ημέρα που οι επίορκοι αξιωματικοί οργάνωσαν το καταστρεπτικό για τη δημοκρατία και, τελικ...ά, τον τόπο αλλά και τον ελληνισμό στο σύνολό του, πραξικόπημα.
Τώρα που η χώρα και η δημοκρατία δοκιμάζονται σε όλα τα επίπεδα, που οι νοσταλγοί της χούντας έχουν για πρώτη φορά επιστρέψει με έντονη πολιτική παρουσία, αλλά και που το πολίτευμα κινείται εδώ και αρκετό καιρό οριακά και ίσως πέρα από τα όριά του, λ.χ. με τη συνεχή χρήση (κατάχρηση) των νομοθετικών διαταγμάτων σε αντικατάσταση της κανονικής νομοθετικής διαδικασίας, τώρα που πλήθος αγαθά και διαδικασίες που προστατεύει ρητά ή έμμεσα το Σύνταγμα βρίσκονται, ελέω κρίσης, σε διαδικασία φθοράς, τώρα, λίαν παραδόξως, το ενδιαφέρον για όσα έγιναν εκείνον τον Απρίλιο του '67, μοιάζει όχι απλώς περιορισμένο, αλλά περίπου ανύπαρκτο.
Το ίδιο ισχύει και για μία άλλη διάσταση της υπόθεσης: το πώς, μετά την πτώση της με τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου, η χούντα έφτασε τελικά στα δικαστήρια: πόσοι θυμούνται σήμερα ότι όλη αυτή η διαδικασία που οδήγησε τους χουντικούς στο σκαμνί οφείλεται στην πράξη ενός ιδιώτη, ενός δικηγόρου, του Αλέξανδρου Λυκουρέζου, που κατέθεσε την πρώτη μήνυση κατά της χούντας και έτσι άνοιξε η οδός της Δικαιοσύνης που ως τότε δεν είχε όχι ανοίξει, αλλά ούτε καν αναφερθεί;
Μέχρι τη μήνυση Λυκουρέζου, οι χουντικοί δεν αντιμετώπιζαν ποινικά ζητήματα, σε μία εποχή που μπορεί η χούντα να είχε πέσει στην κορυφή της, αλλά πιο κάτω είναι δύσκολο να πει κανείς ποιος είχε ακόμα την πραγματική δύναμη. Εκείνη η μήνυση έδειξε λοιπόν κάτι εξαιρετικά διδακτικό, το οποίο ουδείς πρέπει να ξεχνά: ό,τι σε οριακές στιγμές για τη δημοκρατία, αυτή είναι υπόθεση όλων μαζί και του καθενός χωριστά. Γιατί αυτό ακριβώς αποδείχθηκε τότε.
Δυστυχώς, κάθε “παράδοξο” έχει και τις βαθύτερες ερμηνείες του. Εν προκειμένω, ίσως είναι δύο: πρώτον, ότι έχει επικρατήσει μια τεράστια κούραση. Η μνήμη δεν είναι απλή υπόθεση και, για να έχει νόημα, απαιτεί έργο, προσπάθεια. ‘Ομως τώρα, η κούραση έχει γονατίσει πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Δεύτερον, ότι η μνήμη αφορά τις μεγαλύτερες πλέον ηλικίες που σιγά σιγά αφυπηρετούν. Είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι, οι περισσότεροι σημερινοί νέοι των 18 ή των 25 χρόνων δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα για όλα αυτά. Τους είναι ξένα, άγνωστα, πιθανότατα δε και αδιάφορα.
Κι αυτό, ειδικά σήμερα, είναι το χειρότερο. Γιατί όσο οι νέοι άνθρωποι ξεχνούν, τόσο το ψέμα και η αλλοίωση της ιστορίας καραδοκούν, σε μία εποχή που ο τόπος υποφέρει, ιδίως αυτοί οι νέοι με τα φοβερά ποσοστά της ανεργίας και με το συνεχή βομβαρδισμό μιας προπαγάνδας δήθεν πατριωτικής, δήθεν αξιακής, στην οποία δεν έχουν τι πραγματικά να αντιτάξουν...
Γιώργος Μαλούχος
Μοιάζει να είναι παράδοξο: τέτοιες μέρες, όσα χρόνια η Ελλάδα πήγαινε καλά και η δημοκρατία της λειτουργούσε γενικά χωρίς προβλήματα, οι μνήμες της χούντας ήταν εξαιρετικά έντονες και κατείχαν κυρίαρχη θέση στη δημόσια συζήτηση, ακόμα και όταν είχε περάσει πια πολύς καιρός από εκείνη την ημέρα που οι επίορκοι αξιωματικοί οργάνωσαν το καταστρεπτικό για τη δημοκρατία και, τελικ...ά, τον τόπο αλλά και τον ελληνισμό στο σύνολό του, πραξικόπημα.
Τώρα που η χώρα και η δημοκρατία δοκιμάζονται σε όλα τα επίπεδα, που οι νοσταλγοί της χούντας έχουν για πρώτη φορά επιστρέψει με έντονη πολιτική παρουσία, αλλά και που το πολίτευμα κινείται εδώ και αρκετό καιρό οριακά και ίσως πέρα από τα όριά του, λ.χ. με τη συνεχή χρήση (κατάχρηση) των νομοθετικών διαταγμάτων σε αντικατάσταση της κανονικής νομοθετικής διαδικασίας, τώρα που πλήθος αγαθά και διαδικασίες που προστατεύει ρητά ή έμμεσα το Σύνταγμα βρίσκονται, ελέω κρίσης, σε διαδικασία φθοράς, τώρα, λίαν παραδόξως, το ενδιαφέρον για όσα έγιναν εκείνον τον Απρίλιο του '67, μοιάζει όχι απλώς περιορισμένο, αλλά περίπου ανύπαρκτο.
Το ίδιο ισχύει και για μία άλλη διάσταση της υπόθεσης: το πώς, μετά την πτώση της με τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου, η χούντα έφτασε τελικά στα δικαστήρια: πόσοι θυμούνται σήμερα ότι όλη αυτή η διαδικασία που οδήγησε τους χουντικούς στο σκαμνί οφείλεται στην πράξη ενός ιδιώτη, ενός δικηγόρου, του Αλέξανδρου Λυκουρέζου, που κατέθεσε την πρώτη μήνυση κατά της χούντας και έτσι άνοιξε η οδός της Δικαιοσύνης που ως τότε δεν είχε όχι ανοίξει, αλλά ούτε καν αναφερθεί;
Μέχρι τη μήνυση Λυκουρέζου, οι χουντικοί δεν αντιμετώπιζαν ποινικά ζητήματα, σε μία εποχή που μπορεί η χούντα να είχε πέσει στην κορυφή της, αλλά πιο κάτω είναι δύσκολο να πει κανείς ποιος είχε ακόμα την πραγματική δύναμη. Εκείνη η μήνυση έδειξε λοιπόν κάτι εξαιρετικά διδακτικό, το οποίο ουδείς πρέπει να ξεχνά: ό,τι σε οριακές στιγμές για τη δημοκρατία, αυτή είναι υπόθεση όλων μαζί και του καθενός χωριστά. Γιατί αυτό ακριβώς αποδείχθηκε τότε.
Δυστυχώς, κάθε “παράδοξο” έχει και τις βαθύτερες ερμηνείες του. Εν προκειμένω, ίσως είναι δύο: πρώτον, ότι έχει επικρατήσει μια τεράστια κούραση. Η μνήμη δεν είναι απλή υπόθεση και, για να έχει νόημα, απαιτεί έργο, προσπάθεια. ‘Ομως τώρα, η κούραση έχει γονατίσει πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Δεύτερον, ότι η μνήμη αφορά τις μεγαλύτερες πλέον ηλικίες που σιγά σιγά αφυπηρετούν. Είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι, οι περισσότεροι σημερινοί νέοι των 18 ή των 25 χρόνων δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα για όλα αυτά. Τους είναι ξένα, άγνωστα, πιθανότατα δε και αδιάφορα.
Κι αυτό, ειδικά σήμερα, είναι το χειρότερο. Γιατί όσο οι νέοι άνθρωποι ξεχνούν, τόσο το ψέμα και η αλλοίωση της ιστορίας καραδοκούν, σε μία εποχή που ο τόπος υποφέρει, ιδίως αυτοί οι νέοι με τα φοβερά ποσοστά της ανεργίας και με το συνεχή βομβαρδισμό μιας προπαγάνδας δήθεν πατριωτικής, δήθεν αξιακής, στην οποία δεν έχουν τι πραγματικά να αντιτάξουν...
Γιώργος Μαλούχος
ΤΟ ΒΗΜΑ
---------------
Ίσως δεύτερη η περίπτωση να αποτελεί την πλέον τραγική πλευρά του θέματος. Όχι γιατί οι μεγαλύτερες ηλικίες ‘’αφυπηρετούν’ ’- η αφεντιά μου μετράει ήδη 84 χρόνια ζωής - αλλά για τη πικρή διαπίστωση ότι ‘’οι περισσότεροι σημερινοί νέοι των 18 ή των 25 χρόνων, δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα για όλα αυτά. Τους είναι ξένα, άγνωστα, πιθανότατα δε και αδιάφορα’’, όπως σημειώνει ο αρθογράφος. Πόσο σκληρή είναι αυτή η διαπίστωση, μόνο πολίτες που θεωρούνται απόμαχοι και ξεπερασμένοι, μπορούν να το αντιληφθούν.
Ακόμη χειρότερη όμως είναι πράγματι η τρίτη εκδοχή. Η σημερινή πραγματικότητα της Ελληνικής κοινωνίας, είναι κατά την άποψή μου ντροπιαστική. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας, δεν ήτα ποτέ στο ύψος των απαιτήσεων μιας σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας. Αυτές οι μετρημένες στα δάχτυλα ενός χεριού φωτεινές εξαιρέσεις, απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Και αυτές όμως οι πολιτικές προσωπικότητες, κουβαλούσαν το αφόρητο βάρος της λειτουργίας τους στα πλαίσια μιας βασιλευόμενης δημοκρατίας, όπου το παλάτι αποτελούσε τον πραγματικό κυβερνήτη, πάνω από τον Πρωθυπουργό κατά παράβαση του Συντάγματος.
---------------
Ίσως δεύτερη η περίπτωση να αποτελεί την πλέον τραγική πλευρά του θέματος. Όχι γιατί οι μεγαλύτερες ηλικίες ‘’αφυπηρετούν’ ’- η αφεντιά μου μετράει ήδη 84 χρόνια ζωής - αλλά για τη πικρή διαπίστωση ότι ‘’οι περισσότεροι σημερινοί νέοι των 18 ή των 25 χρόνων, δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα για όλα αυτά. Τους είναι ξένα, άγνωστα, πιθανότατα δε και αδιάφορα’’, όπως σημειώνει ο αρθογράφος. Πόσο σκληρή είναι αυτή η διαπίστωση, μόνο πολίτες που θεωρούνται απόμαχοι και ξεπερασμένοι, μπορούν να το αντιληφθούν.
Ακόμη χειρότερη όμως είναι πράγματι η τρίτη εκδοχή. Η σημερινή πραγματικότητα της Ελληνικής κοινωνίας, είναι κατά την άποψή μου ντροπιαστική. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας, δεν ήτα ποτέ στο ύψος των απαιτήσεων μιας σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας. Αυτές οι μετρημένες στα δάχτυλα ενός χεριού φωτεινές εξαιρέσεις, απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Και αυτές όμως οι πολιτικές προσωπικότητες, κουβαλούσαν το αφόρητο βάρος της λειτουργίας τους στα πλαίσια μιας βασιλευόμενης δημοκρατίας, όπου το παλάτι αποτελούσε τον πραγματικό κυβερνήτη, πάνω από τον Πρωθυπουργό κατά παράβαση του Συντάγματος.
Ε, λοιπόν. Ποτέ, από υπάρξεως του σύγχρονου νεοελληνικού Έθνους, δεν υπήρξε χειρότερη διακυβέρνηση, από τη σημερινή. Ο Τσολάκογλου της Κατοχής και ο Παπαδόπουλος της Χούντας, είχαν έστω το ‘’ άλλοθι’’ της αντικομουνιστικής τους ιδεολογίας, αλλά κλέφτες δεν υπήρξαν. Οι υπόλοιποι, από μέχρι το 1974 έλληνες πρωθυπουργοί, λειτουργούσαν υπό την εποπτεία του Θρόνου, στα πλαίσια του ‘’ψυχρού πολέμου’’ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ , υπό το βάρος των τραγικών επιπτώσεων ενός Εμφύλιου πολέμου και την εκφρασμένη ‘’ιδεολογία’’ του ‘’ανήκομεν εις την Δύσιν’’.
Οι μεταπολιτευτικοί, Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου, υπήρξαν ‘’οι τελευταίοι των Μοϊκανών’’, παρά τα λάθη και τις παραλήψεις των. Από εκεί και μετά άρχισε το γαϊτανάκι της οικογενειοκρατίας, της ρεμούλας και το αποκορύφωμα της διαπλοκής. Μητσοτάκης, Σιμήτης, Κωατάκης, Γιωργάκης, άστα να πάνε. Πραγματικοί συμμορίτες, κλέφτες, ψεύτες και αισχρά υποκείμενα.
Και φθάνουμε πιά, στους μεγάλους εγκληματίες. Αντώνης Σαμαράς και Βαγγέλης Βενιζέλος Πραγματικοί μαφιόζοι, όχι απλά κλέφτες. Ληστές! Ψεύτες; Ολκής! Και φονιάδες χιλιάδων ελλήνων πολιτών. Μα πάνω από κάθε τι άλλο ΠΡΟΔΟΤΕΣ της χώρας και του λαού της, για δεύτερη φορά και με τον ίδιο κατακτητή: το 4ο Ράιχ της γερμανίδας φράου Μέρκελ…
Ελπίζω να προλάβω να τους δω καθισμένους στο σκαμνί της Δικαιοσύνης, πριν κλείσω τα μάτια μου. Και ο χρόνος μου είναι μετρημένος, ρε γαμώτο!
@radical30
21.04.2014