Αναζητώντας λύση: να «περάσουν» στο Δημόσιο τα προβληματικά ΜΜΕ
Η μεγάλη αντιπαράθεση, ανάμεσα στην εξοργισμένη ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη από τη μια και την ελληνική κυβέρνηση από την άλλη, για το κλείσιμο της ΕΡΤ, έχει αφήσει στο περιθώριο το κεντρικό πρόβλημα από το οποίο προέρχεται. Κι αυτό είναι η επίθεση των ιδιωτικών συμφερόντων εναντίον των δημόσιων αγαθών. Η επίθεση αυτή είναι αρχικά ιδεολογική, ακολούθως πολιτική και, τέλος, εκλαμβάνει την οριστική μορφή της που είναι οικονομική. Είναι δε σημαντικό να προστεθεί ότι, όσο πιο ανεπαρκής, ελλειμματικός και προβληματικός είναι ο τομέας των ιδιωτικών συμφερόντων, τόσο πιο οξεία και αντιδημοκρατική γίνεται αυτή η επίθεση, ιδιαίτερα καθώς κατεβαίνουμε την κλίμακα ιδεολογίας-πολιτικής-οικονομίας.
Η ιδεολογική επίθεση δεν είναι πρόσφατη. Χρονολογείται εδώ και πάνω από μια εικοσαετία. Εχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι η κρίση είναι αφορμή, για να επιδιώξουν οι εγχώριες (κυρίως) και διεθνείς ελίτ, τις αλλαγές που ήθελαν είκοσι και πλέον χρόνια πριν, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη και ακολούθως με την κυβέρνηση Σημίτη. Η πολιτική επίθεση εκείνης της περιόδου, σε αντίθεση με την τωρινή, ήταν ανίσχυρη και αναποτελεσματική, καθώς το ιδεολογικό συνονθύλευμα της παραδοσιοπληξίας ήταν σύμμαχος ανακοπής ή αλλοίωσης κάθε αλλαγής –όχι μόνο της νεοφιλελεύθερης– , ενώ επιπρόσθετα η σημερινή ευνοείται από την κρίση που, με τη σειρά της, ενισχύει όλα τα συντηρητικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας.
Σε κάθε περίπτωση, πυρηνικό στοιχείο της νεοφιλελεύθερης ανασυγκρότησης είναι η περιστολή των δημόσιων αγαθών, με όχημα το κράτος – ο περίφημος «κρατικός καπιταλισμός» του Βγενόπουλου.
Τα ΜΜΕ κατέχουν κομβική θέση σ’ αυτήν την επίθεση, για δύο λόγους. Πρώτον, για ιδεολογικο-πολιτικούς. Χωρίς τη συμβολή τους, όπως είπε πρόσφατα και ο πρωθυπουργός, είναι αδύνατο να αποδεχτούν οι Ελληνες τις «μεταρρυθμίσεις», δηλαδή τη νεοφιλελεύθερη ανασυγκρότηση. Δεύτερον, για οικονομικούς. Τα ΜΜΕ έχουν αποφασιστική οικονομική σημασία για τους ομίλους της διαπλοκής και πλέον για τις τράπεζες και τους δανειστές.
'Οπως προανέφερα, η οξύτητα της σύγκρουσης είναι αντιστρόφως ανάλογη της οικονομικής υγείας των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η επίθεση στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, όπως κατ’ αναλογία και στον δημόσιο τομέα (με τις επιστρατεύσεις, την κατασυκοφάντηση κ.λπ.), είναι πρωτοφανής, γιατί πρωτοφανές είναι και το οικονομικό χάλι των κρατικοδίαιτων ιδιωτικών ομίλων, που θέλουν να υποκαταστήσουν τον δημόσιο τομέα. 'Οπως έχει γραφτεί επανειλημμένα, πολλά ελληνικά ΜΜΕ από οικονομική άποψη είναι ξοφλημένα.
Ενδεικτικά, σύμφωνα και με πιο πρόσφατα στοιχεία, στην «Τηλέτυπος», ο τραπεζικός δανεισμός κατά το 2012 έφτασε τα 123.500.000 €, στον «Πήγασο» τα 164.300.000 €, στον ΔΟΛ τα 134.000.000 €, στο Star Channel τα 58.100.000 €, στον όμιλο ΑNT1 τα 170.000.000 €, στον ALPHA τα 58.000.000 € και στη Forthnet τα 331.000.000 €. (πρβ. http://www.avantipopolo.gr/2013/07/17-106.html).
Συνολικά, σύμφωνα και με μελέτη που θα δημοσιευτεί σύντομα, οι οχτώ μεγαλύτεροι όμιλοι χρωστάνε πάνω από 2,5 δισ. €. Τα χρήματα που τους δανείζουν οι τράπεζες, έρχονται από τον μηχανισμό στήριξης και έτσι γίνονται μέρος του δημόσιου χρέους, δηλαδή τα πληρώνουν οι Ελληνες πολίτες. Με άλλα λόγια, αυτοί είναι ο πραγματικός χρηματοδότης τους, χωρίς όμως να εισπράττουν τα όποια διαφημιστικά κ.ά. έσοδα και χωρίς να ασκούν έλεγχο στη λειτουργία και την πολιτική των ΜΜΕ εντός ή εκτός των σταθμών.
Η απλή (οικονομική και πολιτική) λογική λέει, ότι σ’ αυτήν την περίπτωση τρεις λύσεις είναι δυνατές. Πρώτον, να εξυγιανθούν πάραυτα, πράγμα δύσκολο. Δεύτερον, να κλείσουν, κάτι που δεν πρέπει να γίνει διότι θα εκτοξευόταν η ανεργία με αρνητικές συνέπειες, ενώ από την άλλη αυτά τα κανάλια μπορούν να προσφέρουν δημόσια υπηρεσία. Τρίτον, να περάσουν στο Δημόσιο, να προσφέρουν δηλαδή ραδιοτηλεόραση δημόσιας υπηρεσίας, και, ναι, να έχουν χαμηλότερο κόστος λειτουργίας. Διότι οι μισθοί πολλών στελεχών των προβληματικών ιδιωτικών ΜΜΕ (που επαναλαμβάνω τους πληρώνει εμμέσως ο Ελληνας πολίτης), είναι συχνά πολύ υψηλότεροι από εκείνους που παίρνουν οι αντίστοιχοι υπάλληλοι της ΕΡΤ.
Ακούγεται παράδοξη η άποψη αυτή, τη στιγμή που, στην καλύτερη περίπτωση, η στάση απέναντι στη νεοφιλελεύθερη επίθεση είναι αμυντική. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είναι. Εκτός κι αν αποδείξει κάποιος ότι είναι λογικό και δίκαιο να συνεχίσουν οι Ελληνες πολίτες να χρηματοδοτούν ξοφλημένα ιδιωτικά ΜΜΕ, που επιπλέον υπηρετούν την εγχώρια ελίτ και την αφαίρεση των δημόσιων αγαθών από τα χέρια τους. Το ερώτημα που μπορεί να διατυπώσει κάποιος είναι, τι να τους κάνουμε και πώς να πληρώνουμε τόσους σταθμούς;
Οι σταθμοί αυτοί μπορούν να καλύψουν πολλές και διαφορετικές ανάγκες και επιβάλλεται να απασχολούν προσωπικό που δεν εργάζεται και σε ιδιωτικά μέσα. Αλλωστε δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό, συμβαίνει στη δημόσια ραδιοτηλεόραση άλλων χωρών. Η Ελλάδα χρειάζεται και δεν έχει ένα διεθνές κανάλι, τουλάχιστον στα αγγλικά, απαραίτητο για τη δημόσια και πολιτιστική διπλωματία, το Nation Branding κ.ά. στο εξωτερικό, που θα μπορούσε να αντλεί πόρους και από την παγκόσμια διαφημιστική αγορά.
Χρειάζεται ένα κανάλι των επιμέρους κοινωνικών κατηγοριών, ατόμων με ειδικές ανάγκες, μεταναστών, τοξικοεξαρτημένων κ.λπ., που με κατάλληλη διοίκηση θα μπορούσε επίσης να αντλεί ίδιους πόρους. Είναι ακόμα απαραίτητος ο διαχωρισμός τού υψηλής στάθμης πολιτιστικού προγράμματος (τύπου ARTE) από το λοιπό ψυχαγωγικό, που επίσης θα μπορούσε να αντλεί ίδιους πόρους. Τέλος, στον βαθμό που τα προβληματικά ιδιωτικά ΜΜΕ περάσουν στο Δημόσιο, εκείνα στα οποία θα μπορεί ή πρέπει να υπάρχει διαφήμιση θα αποκτήσουν και το μεγάλο μερίδιο της διαφημιστικής αγοράς, χωρίς να έχουν την ανάγκη να είναι ανταγωνιστικά.
Μιας και οι νεοφιλελεύθεροι μας κουνάνε το δάχτυλο, με το επιχείρημα της μη βιωσιμότητας των δημόσιων επιχειρήσεων, δεν έχει παρά να τους απαντήσει κάποιος, τουλάχιστον στην περιοχή των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ, με το ίδιο επιχείρημα.
Αν δεν μπορούν να αντέξουν, δεν είναι υποχρεωτικό να υπάρχουν ιδιωτικά ΜΜΕ και μάλιστα εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Ας περάσουν στο Δημόσιο (όχι στο κράτος). Στο κάτω κάτω
είναι υγιέστερα των ιδιωτικών.
…………………………………………………………………………………………………………
* Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών
Του Γιώργου Πλειού*
Η μεγάλη αντιπαράθεση, ανάμεσα στην εξοργισμένη ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη από τη μια και την ελληνική κυβέρνηση από την άλλη, για το κλείσιμο της ΕΡΤ, έχει αφήσει στο περιθώριο το κεντρικό πρόβλημα από το οποίο προέρχεται. Κι αυτό είναι η επίθεση των ιδιωτικών συμφερόντων εναντίον των δημόσιων αγαθών. Η επίθεση αυτή είναι αρχικά ιδεολογική, ακολούθως πολιτική και, τέλος, εκλαμβάνει την οριστική μορφή της που είναι οικονομική. Είναι δε σημαντικό να προστεθεί ότι, όσο πιο ανεπαρκής, ελλειμματικός και προβληματικός είναι ο τομέας των ιδιωτικών συμφερόντων, τόσο πιο οξεία και αντιδημοκρατική γίνεται αυτή η επίθεση, ιδιαίτερα καθώς κατεβαίνουμε την κλίμακα ιδεολογίας-πολιτικής-οικονομίας.
Η ιδεολογική επίθεση δεν είναι πρόσφατη. Χρονολογείται εδώ και πάνω από μια εικοσαετία. Εχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι η κρίση είναι αφορμή, για να επιδιώξουν οι εγχώριες (κυρίως) και διεθνείς ελίτ, τις αλλαγές που ήθελαν είκοσι και πλέον χρόνια πριν, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη και ακολούθως με την κυβέρνηση Σημίτη. Η πολιτική επίθεση εκείνης της περιόδου, σε αντίθεση με την τωρινή, ήταν ανίσχυρη και αναποτελεσματική, καθώς το ιδεολογικό συνονθύλευμα της παραδοσιοπληξίας ήταν σύμμαχος ανακοπής ή αλλοίωσης κάθε αλλαγής –όχι μόνο της νεοφιλελεύθερης– , ενώ επιπρόσθετα η σημερινή ευνοείται από την κρίση που, με τη σειρά της, ενισχύει όλα τα συντηρητικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας.
Σε κάθε περίπτωση, πυρηνικό στοιχείο της νεοφιλελεύθερης ανασυγκρότησης είναι η περιστολή των δημόσιων αγαθών, με όχημα το κράτος – ο περίφημος «κρατικός καπιταλισμός» του Βγενόπουλου.
Τα ΜΜΕ κατέχουν κομβική θέση σ’ αυτήν την επίθεση, για δύο λόγους. Πρώτον, για ιδεολογικο-πολιτικούς. Χωρίς τη συμβολή τους, όπως είπε πρόσφατα και ο πρωθυπουργός, είναι αδύνατο να αποδεχτούν οι Ελληνες τις «μεταρρυθμίσεις», δηλαδή τη νεοφιλελεύθερη ανασυγκρότηση. Δεύτερον, για οικονομικούς. Τα ΜΜΕ έχουν αποφασιστική οικονομική σημασία για τους ομίλους της διαπλοκής και πλέον για τις τράπεζες και τους δανειστές.
'Οπως προανέφερα, η οξύτητα της σύγκρουσης είναι αντιστρόφως ανάλογη της οικονομικής υγείας των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η επίθεση στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, όπως κατ’ αναλογία και στον δημόσιο τομέα (με τις επιστρατεύσεις, την κατασυκοφάντηση κ.λπ.), είναι πρωτοφανής, γιατί πρωτοφανές είναι και το οικονομικό χάλι των κρατικοδίαιτων ιδιωτικών ομίλων, που θέλουν να υποκαταστήσουν τον δημόσιο τομέα. 'Οπως έχει γραφτεί επανειλημμένα, πολλά ελληνικά ΜΜΕ από οικονομική άποψη είναι ξοφλημένα.
Ενδεικτικά, σύμφωνα και με πιο πρόσφατα στοιχεία, στην «Τηλέτυπος», ο τραπεζικός δανεισμός κατά το 2012 έφτασε τα 123.500.000 €, στον «Πήγασο» τα 164.300.000 €, στον ΔΟΛ τα 134.000.000 €, στο Star Channel τα 58.100.000 €, στον όμιλο ΑNT1 τα 170.000.000 €, στον ALPHA τα 58.000.000 € και στη Forthnet τα 331.000.000 €. (πρβ. http://www.avantipopolo.gr/2013/07/17-106.html).
Συνολικά, σύμφωνα και με μελέτη που θα δημοσιευτεί σύντομα, οι οχτώ μεγαλύτεροι όμιλοι χρωστάνε πάνω από 2,5 δισ. €. Τα χρήματα που τους δανείζουν οι τράπεζες, έρχονται από τον μηχανισμό στήριξης και έτσι γίνονται μέρος του δημόσιου χρέους, δηλαδή τα πληρώνουν οι Ελληνες πολίτες. Με άλλα λόγια, αυτοί είναι ο πραγματικός χρηματοδότης τους, χωρίς όμως να εισπράττουν τα όποια διαφημιστικά κ.ά. έσοδα και χωρίς να ασκούν έλεγχο στη λειτουργία και την πολιτική των ΜΜΕ εντός ή εκτός των σταθμών.
Η απλή (οικονομική και πολιτική) λογική λέει, ότι σ’ αυτήν την περίπτωση τρεις λύσεις είναι δυνατές. Πρώτον, να εξυγιανθούν πάραυτα, πράγμα δύσκολο. Δεύτερον, να κλείσουν, κάτι που δεν πρέπει να γίνει διότι θα εκτοξευόταν η ανεργία με αρνητικές συνέπειες, ενώ από την άλλη αυτά τα κανάλια μπορούν να προσφέρουν δημόσια υπηρεσία. Τρίτον, να περάσουν στο Δημόσιο, να προσφέρουν δηλαδή ραδιοτηλεόραση δημόσιας υπηρεσίας, και, ναι, να έχουν χαμηλότερο κόστος λειτουργίας. Διότι οι μισθοί πολλών στελεχών των προβληματικών ιδιωτικών ΜΜΕ (που επαναλαμβάνω τους πληρώνει εμμέσως ο Ελληνας πολίτης), είναι συχνά πολύ υψηλότεροι από εκείνους που παίρνουν οι αντίστοιχοι υπάλληλοι της ΕΡΤ.
Ακούγεται παράδοξη η άποψη αυτή, τη στιγμή που, στην καλύτερη περίπτωση, η στάση απέναντι στη νεοφιλελεύθερη επίθεση είναι αμυντική. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είναι. Εκτός κι αν αποδείξει κάποιος ότι είναι λογικό και δίκαιο να συνεχίσουν οι Ελληνες πολίτες να χρηματοδοτούν ξοφλημένα ιδιωτικά ΜΜΕ, που επιπλέον υπηρετούν την εγχώρια ελίτ και την αφαίρεση των δημόσιων αγαθών από τα χέρια τους. Το ερώτημα που μπορεί να διατυπώσει κάποιος είναι, τι να τους κάνουμε και πώς να πληρώνουμε τόσους σταθμούς;
Οι σταθμοί αυτοί μπορούν να καλύψουν πολλές και διαφορετικές ανάγκες και επιβάλλεται να απασχολούν προσωπικό που δεν εργάζεται και σε ιδιωτικά μέσα. Αλλωστε δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό, συμβαίνει στη δημόσια ραδιοτηλεόραση άλλων χωρών. Η Ελλάδα χρειάζεται και δεν έχει ένα διεθνές κανάλι, τουλάχιστον στα αγγλικά, απαραίτητο για τη δημόσια και πολιτιστική διπλωματία, το Nation Branding κ.ά. στο εξωτερικό, που θα μπορούσε να αντλεί πόρους και από την παγκόσμια διαφημιστική αγορά.
Χρειάζεται ένα κανάλι των επιμέρους κοινωνικών κατηγοριών, ατόμων με ειδικές ανάγκες, μεταναστών, τοξικοεξαρτημένων κ.λπ., που με κατάλληλη διοίκηση θα μπορούσε επίσης να αντλεί ίδιους πόρους. Είναι ακόμα απαραίτητος ο διαχωρισμός τού υψηλής στάθμης πολιτιστικού προγράμματος (τύπου ARTE) από το λοιπό ψυχαγωγικό, που επίσης θα μπορούσε να αντλεί ίδιους πόρους. Τέλος, στον βαθμό που τα προβληματικά ιδιωτικά ΜΜΕ περάσουν στο Δημόσιο, εκείνα στα οποία θα μπορεί ή πρέπει να υπάρχει διαφήμιση θα αποκτήσουν και το μεγάλο μερίδιο της διαφημιστικής αγοράς, χωρίς να έχουν την ανάγκη να είναι ανταγωνιστικά.
Μιας και οι νεοφιλελεύθεροι μας κουνάνε το δάχτυλο, με το επιχείρημα της μη βιωσιμότητας των δημόσιων επιχειρήσεων, δεν έχει παρά να τους απαντήσει κάποιος, τουλάχιστον στην περιοχή των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ, με το ίδιο επιχείρημα.
Αν δεν μπορούν να αντέξουν, δεν είναι υποχρεωτικό να υπάρχουν ιδιωτικά ΜΜΕ και μάλιστα εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Ας περάσουν στο Δημόσιο (όχι στο κράτος). Στο κάτω κάτω
είναι υγιέστερα των ιδιωτικών.
…………………………………………………………………………………………………………
* Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών