«1981 - O τελευταίος Έλληνας κομμουνιστής»
Ο χειμώνας
του 1981 ήταν βαρύς. Ο ξένος βγήκε από το καφενείο και προχώρησε προς την
πλατεία των Γόννων. Μπήκε σ΄ ένα παλιό «Ανδρομέδα» του ΄65 και βγήκε από το
χωριό με κατεύθυνση προς τα Τέμπη. Το εργοστάσιο στη Θήβα είχε σταματήσει πια
να βγάζει το συγκεκριμένο μοντέλο. Πήρε τον επαρχιακό δρόμο για την έξοδο προς
τον μεθοριακό σταθμό των συνόρων. Η ώρα ήταν ακόμα 23.40΄και η αλλαγή της
βάρδιας γινόταν στις 24.00. Η απόσταση μέχρι το φυλάκιο της Ραψάνης μπορούσε να
καλυφθεί σε ένα τέταρτο.
Το σχέδιο
στο μεταξύ, δεν εξελισσόταν όπως το ήθελε. Αναγκάστηκε να συναντηθεί με τον
«σύνδεσμο» στους Γόννους, ενώ αρχικά είχε κανονιστεί στα Αμπελάκια. Και το
χειρότερο ήταν ότι δεν πήρε επιβεβαίωση για τους συνοριοφύλακες που θα έλεγχαν
τα χαρτιά του. Έπρεπε να πετύχει πάνω στην αλλαγή της βάρδιας και να τον
ελέγξουν δύο συγκεκριμένα άτομα χωρίς να τον αναγνωρίσουν οι υπόλοιποι.
Μολονότι ήταν αξύριστος πάνω από δύο εβδομάδες, η φυσιογνωμία του ήταν
πασίγνωστη ως και στον τελευταίο σύντροφο και ειδικά στα μέλη του κόμματος. Δεν
είχε όμως άλλη επιλογή. Σε δύο μέρες ήταν προγραμματισμένη η εκτέλεσή του.
Ελάχιστοι γνώριζαν για την απόδραση, ενώ όλοι πίστευαν πως κρατείται ακόμα στις
φυλακές των Τρικάλων. Οι άνθρωποι του Γενικού Γραμματέα μόνο, είχαν
πανικοβληθεί και τον έψαχναν σε όλη τη χώρα.
Έμεναν 15
λεπτά για τη μεγάλη απόφαση. Καθώς έμπαινε στον αυτοκινητόδρομο, ανοιγόταν
μπροστά του, κατάμαυρη, η κοιλάδα των Τεμπών. Πέρασαν πενήντα χρόνια αγώνων,
πενήντα χρόνια ρίσκου και θυσιών για να καταλήξει δραπέτης, μέσα στο ίδιο του
το όνειρο, μέσα στη ίδια του την ουτοπία. Μέσα σε λίγα λεπτά, έφερνε η σκέψη τη γραμμή του στον χρόνο, τραβώντας
το μολύβι ως το στενό των Τεμπών. Αμαλιάδα, Ακροναυπλία, Γερμανοί, αντίσταση,
εμφύλιος, Βουκουρέστι και μετά «νικητής» στην οργάνωση και το στήσιμο του
Ελληνικού Σοβιέτ. Του 3ου Ελληνικού Σοσιαλιστικού Πολιτισμού. Tι να θυμηθεί, τι
να ξεχάσει απ΄ όσα έστησε η μοίρα μπροστά του αυτές τις πέντε δραματικές
δεκαετίες, που άλλαξαν τον ίδιο και τον κόσμο μαζί. Είκοσι ζωές δεν έφταναν.
Μήπως δεν ήξερε πού θα κατέληγε; Ήξερε αλλά, ψέμα στο ψέμα, έπεισε και τον ίδιο
του τον εαυτό πως καμία «εκκαθάριση» δεν
θα αφορούσε τον ίδιο.
Τα βράχια
πάνω από τον Πηνειό, ήταν μορφές, που τον κοιτούσαν ειρωνικά. Ο Πλουμπίδης, ο Κύρκος, ο Φλωράκης, ο
Φαράκος, ο Ηλιού, ο Καζαντζάκης ,
ο Ρίτσος, ο Αναγνωστάκης, ο
Αλεξανδράκης, στοίχειωναν την τελευταία
του διαδρομή. Όλοι τους αντιφρονούντες, «έφυγαν» από σφαίρα «συντροφική» στα
«κρεματόρια» στο Γουδή, στον Σχοινιά ή αλλού. Αλλά κι αυτοί που σάπιζαν στις
φυλακές, όπως ο Θεοδωράκης κι ο Μίσσιος, έσερναν τις κραυγές τους με τον
χιονισμένο αέρα, μέσα από τα δέντρα της Αγίας Παρασκευής. Κι άλλοι εξόριστοι δε
γύρισαν ποτέ πίσω. Η Μερκούρη, ο Λεντάκης, ο Γιάννης Ξενάκης. Η Κεντρική
Επιτροπή τους αφαίρεσε την υπηκοότητα, εδώ και δεκαετίες.
Δέκα λεπτά
ακόμα έμεναν μέχρι τη γέφυρα της Ραψάνης. Άφηνε πίσω του μια χώρα προδομένη,
έρημη, χαμένη στη φρίκη των παρανοϊκών. Μια Αθήνα παραδομένη στους
ινστρούκτορες εργολάβους του κόμματος, μια επαρχία ερειπωμένη και αγρότες
δουλοπάροικους, ακόμα πιο εξαθλιωμένους από τους προγόνους τους στην
Τουρκοκρατία. Μια Ελλάδα χωρίς την Κρήτη, την Κύπρο, τα Δωδεκάνησα, τη Χίο, τη
Θράκη και με τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, στα βόρεια σύνορά της.
Εκεί βρισκόταν τώρα, η τελευταία του ελπίδα. Είχε ελάχιστες πιθανότητες να τα
καταφέρει. Αν όμως ξέφευγε, ο σύντροφος Γιέλιτς, θα τον περίμενε στον Πλαταμώνα
για να φύγουν προς την Μπίτολα. Μαζί θα αποφάσιζαν αν υπήρχε δυνατότητα να
ανατραπεί ο Ζαχαριάδης ή αν θα περίμεναν το τέλος του για να αλλάξει το
καθεστώς. Έπασχε ήδη από βαριά κατάθλιψη, έχοντας υποστεί δύο εγκεφαλικά. Εν τω
μεταξύ, στα Βαλκάνια έπνεε, μετά τον θάνατο του Τίτο, αέρας εκδημοκρατισμού των
καθεστώτων σε Γιουγκοσλαβία, Μακεδονία και Βουλγαρία. Μόνο τρία συνέχιζαν τη
σταλινική τους πορεία, η Αλβανία, η Ρουμανία και χειρότερη όλων, η Ελλάδα.
Το
αυτοκίνητο πήρε την τελευταία στροφή, προς αριστερά, μετά την πινακίδα για
Στόμιο και Ομόλιο. Οι φρουρές των στρατιωτών τώρα, ήταν πιο πυκνές. Η καρδιά
του κόντευε να σπάσει. Στα 66 του χρόνια, είχε περάσει στην κόλαση εκατό φορές
και ποτέ του δε φοβήθηκε. Τώρα όμως, ο αντίπαλος δεν ήταν οι «άλλοι» αλλά ο
ίδιος του ο εαυτός. Η σφαίρα που θα τον έστελνε στην «αντίπερα όχθη» θα ήταν
από τον «γιο» του, από το δικό του «σπέρμα» και τη «μήτρα» της «μάνας» του…!
Δεν ήταν εύκολο να το δεχτεί.
Πριν τη
γέφυρα, ήταν το ελληνικό φυλάκιο. Η ώρα ήταν 00.02΄. Έβαλε το χέρι πρώτα κάτω
από το κάθισμα να ακουμπήσει για σιγουριά το παλιό του Τοκάρεφ. Μία σφαίρα είχε
απομείνει στον γεμιστήρα. Έβγαλε το διαβατήριο και το ταξιδιωτικό έγγραφο από
την τσέπη της δερμάτινης καπαρντίνας του. Ταξίδευε ως οδοντίατρος από την
Καρδίτσα, για να συμμετάσχει σε διεθνές συνέδριο στη Θεσσαλονίκη. Μόλις βρέθηκε
κάτω από το υπόστεγο, πλησίασαν τέσσερα άτομα και ο πιο ψηλός του ζήτησε να
κατέβει. Τον οδήγησε σε ένα γραφείο και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Έκανε τις
ερωτήσεις αλλά η φωνή του ήταν τρεμάμενη, αφύσικη για αξιωματικό. Ήταν φανερό
ότι ήξερε ποιον είχε απέναντι του.
Σε λίγη ώρα,
έμπαινε στο αυτοκίνητο περιμένοντας τη βίζα για να πατήσει το γκάζι. Το βλέμμα
του καρφώθηκε απέναντι, στα φώτα του μακεδονικού σταθμού. Άρχισε πάλι το μυαλό
του να παίζει με τα φαντάσματα. Τώρα έβλεπε τις σκιές απ΄τις ψυχές που είχε
πάρει ο ίδιος, στα βουνά της Πελοποννήσου, στο Νταχάου και στην επανάσταση των
αγροτών το ΄67, στη Λάρισα. Αυτός ήταν λοιπόν ο δικός του κόσμος, ο σπουδαίος ο
ιδανικός, ο γεμάτος αγώνες και βαμμένος κόκκινος από το αίμα των συντρόφων.
Αυτός ήταν κι ο κόσμος του φασισμού, του εθνικοσοσιαλισμού, του χριστιανισμού,
του ισλαμισμού και όλων των « –ισμών» της ανθρωπότητας μαζί. Γιατί είναι ένας
κόσμος όπου η μπέσα, το φιλότιμο, η ανάσα κι η ανθρώπινη σκέψη χάνονται μέσα
στη βάρβαρη «ιερή» λύσσα για εξουσία. Γι΄ αυτό αδερφός σκοτώνει αδερφό και
σύντροφος τον σύντροφο.
Άνοιξε το
τζάμι και πήρε τα χαρτιά από τον φρουρό. Εκείνος τον κοίταξε μ΄ ένα μελαγχολικό
χαμόγελο, αποχαιρετώντας τον για πάντα. Η προπαγάνδα δεκαετιών τον έκανε να
μοιάζει μπροστά του θεός. Όλα πήγαν καλά. Πάτησε το γκάζι και προχώρησε στο
διάζωμα. Σε λίγα μέτρα, στο μέσο της γέφυρας, σταμάτησε. Άνοιξε την πόρτα και
το κρύο γέμισε το αυτοκίνητο. Βγήκε αργά και προχώρησε στην άκρη για να δει το
ποτάμι. Ο αέρας ήταν πια πολύ δυνατός και στροβίλιζε το πυκνό χιόνι. Από κάτω ο
Πηνειός έπεφτε ορμητικά με βουή.
Όλα
έφτιαχναν το τέλειο σκηνικό για να φέρουν στο νου μια ολόκληρη ζωή, σε λίγα δευτερόλεπτα. Τι νόημα είχε να ζήσει
άλλα δέκα είκοσι χρόνια ακόμα; Τι θα προλάβαινε να ανατρέψει; Τον Ζαχαριάδη ή
μήπως τον ίδιο του τον εαυτό; Ο πυροβολισμός ακούστηκε κάπως
μακρινός μέσα στην κατάλευκη νύχτα. Το σώμα έγειρε στο κάγκελο, δίπλωσε και
χάθηκε στο κενό. Το πιστόλι έμεινε στον δρόμο με λίγο αίμα στο κράσπεδο. Η πόρτα του
αυτοκινήτου χτυπούσε συνέχεια, σα χειροκρότημα στο τέλος μιας ωραίας
παράστασης, έχοντας σφηνωμένο στο χερούλι της ένα κατακόκκινο γαρύφαλλο.
Το πτώμα του
τελευταίου Έλληνα Κομμουνιστή δε βρέθηκε
ποτέ, όσο κι αν έψαξε το καθεστώς και ειδικά ο βλοσυρός γιος του Ζαχαριάδη.
Ούτε στο ποτάμι ούτε στην άγρια χειμωνιάτικη θάλασσα του Αιγαίου…
ΑνδρέαςΖαμπούκας Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου