Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Γεννήθηκα μπάτσος

[Απόσπασμα από το βιβλίο]

Γεννήθηκα στο παρελθόν

Θα μου πείτε, ίσως: «Και τι µας ενδιαφέρει εµάς η ιστορία κάποιου µπάτσου;» ∆εν ξέρω... Κι εγώ θα προτιµούσα να ήµουνα κολγκέρλ ή, ας πούµε, ο λωποδύτης-φάντασµα, αλλά µια που είµαι µπάτσος µ’ αρέσει να λέω και ν’ ακούω µονάχα για µπάτσους. Κι είναι και τ’ άλλο: ζούµε σε κοινωνία µπάτσων και, πώς να το κάνουµε, κάθε ιστορία για µπάτσο –έστω για κάποιον τυχαίο– ενδιαφέρει τους πάντες. Και πρώτα απ’ όλα τι σηµαίνει µπάτσος, ε; Αυτό µε είχε ρωτήσει τις προάλλες ένας νιόβγαλτος. Του λέω: «Ποιος σε χαστούκισε όταν ήσουνα πιτσιρικάς;» «Ο πατέρας µου», µου λέει. «Και µετά τον πατέρα σου;» επιµένω. «Ο δάσκαλος». «Και µετά το δάσκαλο;» «Ο χωροφύλακας», µου είπε το παιδί. «Ε, τότε», του λέω, «ο πατέρας σου ήτανε ο πρώτος µπάτσος της ζωής σου, ο δάσκαλος ο δεύτερος, ο χωροφύλακας ο τρίτος και πάει λέγοντας. Μπάτσος σηµαίνει χαστούκι, σηµαίνει εξουσία, σηµαίνει ρουφιανιά –“τούτοι οι µπάτσοι που ’ρθαν τώρα, τι γυρεύουν τέτοια ώρα”-–, σηµαίνει να χτυπάει το κουδούνι σου το πρωί, να βγαίνεις στην εξώπορτα και να βλέπεις το γάλα χυµένο και το γαλατά µπουζουριασµένο». Με κοίταζε το παιδί. «Ευχαριστώ, κύριε συνάδελφε», µου είπε. Καλό παιδί. Πάνω απ’ όλα το καθήκον. Του λένε «βάρα αυτόνε» και τον βαράει. Εγώ το µόνο που έχω βαρέσει είναι το κεφάλι µου στον τοίχο. Γιατί; Να, έτσι... Κι όταν δεν άντεχα να το χτυπάω, πήγαινα κι έπινα στα µπαράκια. Ως µπάτσος, ναι.

Μου τη δίνει που δε µ’ αφήνουνε να πληρώσω. Έτσι και βγάλω λεφτά να δώσω στην µπαργούµαν, επεµβαίνει το αφεντικό και της κλείνει το µάτι. Γιατί, ρε φίλε; Πελάτης δεν είµαι κι εγώ; Όχι. Εγώ είµαι µπάτσος. Ούτε καν άνθρωπος δε γίνεται να είµαι. Ένας µπάτσος δεν µπορεί παρά να είναι ένα και µόνο: Μπάτσος. Υπάρχει και ο «µπάτσµαν» και το «µπατσόνι» και ο «µπάτσος-γουρούνι» («πήρα απ’ την καντίνα ένα βρόµικο µε µπάτσο, τυρί, ντοµάτα»), αλλά και τα «µπατσικό» – «µπατσαρία» – «µπασκίνας» – «µπασκούλης». Στα τούρκικα τον λένε baç, όπως στα γίντις το χαστούκι το λένε patch, αλλά µπορούµε και να το ακούσουµε «µπααατς!», το χαστούκι. Ε, ναι, υπάρχει και ο «µπατσονόµος». Υπάρχει και το ανέκδοτο. Ένας µπάτσος κι ένας φασίστας πέφτουνε από τον όγδοο όροφο, ποιος σκοτώνεται πρώτος; Απάντηση: Στ’ αρχίδια µας.

Πιάσ’ τ’ αβγό και κούρευ’ το...

(Ακόµα και τώρα που έχω φύγει από το Σώµα, ε, όλοι µπάτσο µε ανεβάζουνε και µπάτσο µε κατεβάζουνε, κι είµαι σίγουρος πως και όταν ακόµα διαβάσετε αυτή την «πονεµένη ιστορία» ενός µπάτσου και πάθετε την πλάκα σας, πάλι θα πείτε: «Βρε τον µπάτσο, ωραία µας την έκανε!»)

Και να σας ρωτήσω: Τι καλό µπορεί –και ΠΩΣ, ε– να κάνει ένας µπάτσος σήµερα µέσα σ’ αυτή την Κωλοελλάδα που ζει; Διαφθορά, ανεργία, κερδοσκοπία, µετανάστες, πρεζόνια, τιβί... Πορνεία, µοντέλες, καλλιστεία, γυµνές βίζιτες... άγριες ληστείες για µια χούφτα ευρουλάκια, καλάσνικοφ, δολοφονίες µε συµβόλαια, ξεκαθάρισµα λογαριασµών, απαγωγές πλουσίων, παραδικαστικό, δικηγόροι, µπάτσοι επίορκοι, κατάσταση στις φυλακές, µνηµόνια και µνηµόσυνα της πάλαι ποτέ ενδόξου Ελλάδας µας, στο πτώµα της οποίας δηµαγωγούν οι χρυσαυγίτες; Τι µπορεί να κάνει ένας µπάτσος σήµερα που ζούµε ολική οικονοµική και ανθρωπιστική κρίση, σε µια χώρα, την Ελλαδίτσα µας, που κατάντησε πειραµατόζωο των αγορών, «δανείου τόπος» και «προλετάριοι όλων των χωρών αϊ γαµηθείτε ή χρεω-θείτε;» (Κάπως έτσι δεν τα λένε;) Ευτυχώς που βρίσκω δανεικά από δω κι από κει.

Προχτές συνάντησα ένα φίλο που του χρωστάω εκατό ευρώ κι αφού είπαµε τα καθηµερινά µας, τσακ, µου τη λέει: Εκείνα τα εκατό ευρώ τα ’χεις ξεχάσει, ε; Ε, και τι να πω; Ναι, ρε φίλε, εντάξει, έχεις δίκιο... δώσε µου µια βδοµάδα καιρό και... θα τα ξεχάσω! Γέλασε. «Καλά να ’σαι», µου είπε. Σωστός ο παίκτης! Χρωστάω άρα υπάρχω! Ποιος δανειστής µου θα ευχόταν να πεθάνω; Και ξαναρωτάω: Τι µπορεί να κάνει ένας µπάτσος µέσα σε όλη αυτή τη σχίζα; Απάντηση: Να τρελαθεί. Ε, αυτό έκανα κι εγώ. Έκανα τον εαυτό µου πειραµατόζωο του πάθους. Κι από ζώο έγινα άνθρωπος.

Υπάρχει και το άλλο. Να είσαι µπάτσος, να φιλάς τη µάνα σου και τ’ αδερφάκι σου το πρωί, να λες στη µάνα σου «κάνε, ρε µάνα, αυτό το υπέροχο ιµάµ µπαλντί», και να σ’ το φτιάχνει και να σε περιµένει να φάτε ως οικογένεια και πάνε οι δικοί µου και της λένε «ελάτε στο νεκροτοµείο για αναγνώριση». Αυτό είναι που έχω πει στ’ αδερφάκι µου τον Στέλιο, άµα µε δει ακίνητο και άσπρο να ορκιστεί ότι θα «βγει» από την άσπρη την οχιά. Αυτά όµως είναι γι’ αυτούς που δεν καταλαβαίνουν... Που πιπιλάνε την καραµέλα «έχει ο Θεός». Τι έχει πια αυτός ο Θεός; Ή υπάρχει κι είναι εγκληµατίας ή δεν υπάρχει, και τότε γιατί ελπίζουµε σε κάτι ανύπαρκτο;

Εγώ έλεγα «έχει η µάνα µου» και το εννοούσα. Όποτε δεν είχα µία –τι να πρωτοκάνεις µε το µεροκάµατο ενός µπάτσου;– όλο στο άγιο χεράκι της κατέληγα. Κι η χειρότερη βρισιά για µένα είναι «σου γαµώ τη µάνα» και τα παράγωγα. Κι όποιον ακούσω να το λέει τον σιχαίνοµαι. Κι όποιος το πει σ’ εµένα του κόβω τη γλώσσα.

Όλα όµως είναι παρελθόν. «Γεννήθηκα στο παρελθόν – στο µέλλον θα πεθάνω – και στο παρόν τρελαίνοµαι – µπορεί και να την κάνω». (Ωραίο σκυλάδικο, ε;) Ψάχνω να βρω µια άκρη... Από πού ξεκίνησαν όλα και πώς τελείωσαν. Μου ’ρχεται το ένα, το άλλο, µπερδεύονται και µπερδεύοµαι κι εγώ... Σαν να µουδιάζει το µυαλό µου. Σαν να µε βάφουνε µε θανατερή µπογιά.

Δηλαδή, πώς έγινε να σκοτώσουνε τη Σούζη, το µωρό µου; Κι όχι απλό σκότωµα, την πετσόκοψαν, την έβαλαν σε τρεις σακούλες και την πέταξαν σε τρεις διαφορετικούς κάδους, σε τρία διαφορετικά σηµεία της Αθήνας. Στον έναν απ’ αυτούς, κάπου στο «ιστορικό τρίγωνο», βρήκε µια σακούλα το αδερφάκι µου ο Στέλιος. Τρόµαξε. Με πήρε στο τηλέφωνο. «Τι να κάνω, αδερφέ;» µε ρώτησε, έτρεξα κοντά του, αφού πρώτα είχα ειδοποιήσει την Υπηρεσία, πήρανε τη σακούλα, αλλά όχι, δεν ήτανε της Σούζης, κάποιας άλλης, ιερόδουλης, που την είχε σφάξει κάποιος µανιακός. Τέτοια φριχτή κίνηση για το µωράκι µου τη Σούζη!...

Πρεζόνι το αδερφάκι µου. Όλο θα βγω και θα βγω µου έλεγε κι όλο του απαντούσα «∆ε θα βγεις, Στέλιο, δε θα βγεις». Η µάνα µου µε τον καηµό του πέθανε. Ναι, µη σας φαίνεται παράξενο, εγώ ο µπάτσος έχω αδερφό πρεζόνι! (Δηλαδή ε ί χ α... ∆ώσαµε πολλές µάχες και τις κερδίσαµε. Μαζί.) Κι είχε ένα κορίτσι κάποτε, όµορφο κι ερωτευµένο, το οποίο όµως ήταν ήδη στην πρέζα κι όταν το ’µαθε το αδερφάκι µου ο Στέλιος τα πήρε στο κρανίο, ζουρλάθηκε, προσπάθησε να «τη βγάλει», αλλά τίποτα, ώσπου αποφάσισε να «µπει» κι αυτός µε σκοπό να τη βοηθήσει «από κοντά» και νιώθοντας κι αυτός τα ίδια µε το κορίτσι του. Ορίστε; Ναι, φυσικά. Το κορίτσι τα τέζαρε στη Μενάνδρου ένα βράδυ µε τη σύριγγα στο βυζί της...

 Και ο Στελάκος µου έµεινε µόνος του κι απελπισµένος, γύριζε από πιάτσα σε πιάτσα να βρει τη δόση του – ζητούσε λεφτά από τη µάνα µας κι αυτή του έδινε τη µισή της σύνταξη, αλλά εγώ δεν ήξερα τίποτα, χαµπάρι δεν είχα πάρει. Εγώ ο µπάτσος! ∆εν κάναµε και παρέα, να πεις, εγώ µε µπάτσους, αυτός στα Εξάρχεια, εγώ γύριζα όλη µέρα και νύχτα µε τη µοτοσικλέτα της Υπηρεσίας ή το περιπολικό ή το συµβατικό, στη Δίωξη ήµουνα, ο Στελάκος µε τα δικά του φιλαράκια µίλαγαν για πολιτική, για το µέλλον τους, λέγανε τα όνειρά τους, έστω κι αν µοιραζόντουσαν µια φραπεδιά στα πέντε και –φυσικά– κανείς τους δεν ήξερε πως έχει αδερφό «γουρούνι», που πότε κυκλοφορεί µε κράνος, γάντια και µοτοσικλέτα της Υπηρεσίας, πότε κυκλοφορεί άγνωστος ανάµεσα σε γνωστούς κι αγνώστους και πάλι µε κράνος, γάντια και µοτοσικλέτα, αλλά δική του και µεγάλου κυβισµού µε τ’ όνοµά της βαφτισµένο, κι όλοι την ήξεραν «η Σούζη, το µωρό µου».

Τ’ αδερφάκι µου πήγαινε στην Καλών Τεχνών, ζωγράφος ήθελε, οι καθηγητές του που ρώταγα καµιά φορά µού έλεγαν «µεγάλο ταλέντο ο µικρός». Και στο σπίτι σπάνια συναντιόµασταν, Κυριακή παρά Κυριακή, έτσι, για να κάνουµε το χατίρι της µάνας «µια φορά να φάµε σαν οικογένεια!» Ο πατέρας, φευγάτος από χρόνια, πήγε «στην Αυστραλία» έλεγα στα φιλαράκια µου και γελούσαµε, ο γέρος µου την έκανε απ’ το πολύ τσιγάρο και ποτό, και το όνειρό του ήταν «θέλω να πεθάνω µε το τσιγάρο στο στόµα». Γι’ αυτό και δάγκωνε τα σωληνάκια. Τα περνούσε για τσιγάρο...

«Στην Αυστραλία» είπα; Ναι... Πέρυσι σκοτώσαν ένανε δικό µου, πήγε για µια ληστεία, τον πυροβόλησαν µε καλάσνικοφ, πάει καλιά του. Κι όταν αργότερα συνάντησα σ’ ένα µπαράκι κάποιον παλιότερο που είχε καιρό να φανεί στα µέρη µας, «τι κάνει αυτό το παιδί;», τι να του πω εγώ, ότι τον ξαπλώσανε στη µέση του δρόµου; Α, του είπα, έφυγε αυτός, τον ερωτεύτηκε µια Αυστραλέζα που έχει φάρµα δικιά της και τον πήρε εκεί για πάντα. Χάρηκε ο φίλος. «Τυχερός ο µπαγάσας, τον ζηλεύω!» Έλα όµως που ξαναρώτησε και άλλους συναδέλφους κι αυτοί του είπαν τη µαύρη αλήθεια. Κι ήρθε πάλι στο µπαράκι να µε βρει και να µου πει «τι ωραία που µου το είπες αυτό για την Αυστραλία! Τον σκεφτόµουνα και χαιρόµουνα...»

Και σάµπως θα ξαναρχότανε; Όχι. Θα άφηνε τα άλογα και τις αγελάδες, τα σκυλιά του και τις κότες του και το περιβόλι σπαρµένο µε όλα τ’ αγαθά, τα βουνά και τα λαγκάδια, τα ποτάµια και τα ποταµάκια για να γυρίσει στην Αθήνα; Τρελός ήταν; Ούτε τηλέφωνο δε θα ξαναέπαιρνε. Θ’ άφηνε τον παράδεισο για να ξαναµπεί στην κόλαση; Άρα σαν να είχε πεθάνει για µας εδώ. Όµως άλλο είναι να πεθαίνεις κι άλλο να πηγαίνεις «στην Αυστραλία», ρίχνοντας πίσω σου την πέτρα του Σίσυφου. (Κάτι λέγανε γι’ αυτόν ένα βράδυ στην µπάρα...)

Μεγάλο µπλέξιµο, λοιπόν. Σκοτώσανε τη Σούζη. Ποια ήτανε η Σούζη; Κανείς δεν ήξερε.
Εγώ ήµουνα έρµαιο της πολυγαµίας, αναζητώντας τη µονογαµία. Κι όταν ήµουνα µε τη Σούζη δεν ήθελα καµιά άλλη. Δεν υπήρχε για µένα άλλη γ υ ν α ί κ α, τις άλλες τις έβλεπα ως ανθρώπινα όντα, ως φίλες, ως συνοµιλήτριές µου, ως συµπότισσες στα µπαρ. Γιατί η πολυγαµία, η αναζήτηση κάθε µέρα, κάθε βράδυ, στον ύπνο και στον ξύπνιο µου, µιας ακόµα γυναίκας, δε γέµιζε το κενό που ένιωθα µέσα µου, το µεγάλωνε, το βάθαινε, εγώ ήθελα µια αγκαλιά, µια γαλήνη, όχι µόνο σεξ σεξ σεξ! Τον Χριστούλη µου, δηλαδή! Και µε πόσες όµορφες και λαχταριστές γυναίκες θα µπορούσα να συνευρεθώ; Με δέκα, µε εκατό, µε χίλιες; Και οι άλλες χιλιάδες; Και τα άλλα εκατοµµύρια; ∆ε θα υπάρχουν και διακόσια εκατοµµύρια γκοµενάρες Κινέζες; Θα τις συναντήσω ποτέ; Θα τις αγκαλιάσω; Όχι. Και τα άλλα εκατοµµύρια των µαύρων γαζελών; Και οι Βραζιλιάνες; Και οι Γιαπωνέζες γκέισες; Και όλα τα άλλα εκατοµµύρια από τα καυλωµένα Βαλκάνια;

Γι’ αυτό σας λέω... Λαχταράω να είµαι µε µια γυναίκα που να είναι –για µένα που θα τη λατρεύω– όλα αυτά τα εκατοµµύρια. Όλες σ’ ένα πρόσωπο, στο δικό της, µόνο στα δικά της τα µάτια, στο δικό της φιλί, στη δική της µυρωδιά, στο άκουσµά της, στη δική της πλατούλα όταν µου γυρίζει πλευρό να κοιµηθεί κι εγώ ταξιδεύω στα όνειρά µου µαζί της, χεράκι χεράκι. Η µονογαµία µ’ απελευθερώνει. «Ναι, εντάξει», θα µου έλεγε και η Δανάη, «αλλά όταν είµαστε στο “είχαµε, αλλά µας τελείωσε”, τι κάνουµε;» Ε, τι κάνουµε, µωρό µου, χωρίζουµε και ξανά προς τη δόξα τραβάµε, ξανά στο µουνοπήγαδο! Ξανά, µπουµ, στο κενό. Κι άντε πάλι στο ψάξιµο. Κουραστικό, πολύ κουραστικό.

Είναι όµως και το άλλο: Όταν στη µονογαµία µπει το σιχαµένο ερπετό της ζήλιας –καληώρα σαν και εµένα– τότε σπάει, όπως το κρύσταλλο από σφαίρα. Και τότε πρέπει να φεύγεις –καλύτερα να είχες προλάβει να φύγεις νωρίτερα– γιατί εύκολο να πεις «εγώ φεύγω», αλλά πολύ πολύ δύσκολο να το κάνεις. Η Σούζη το µωρό µου δεν πρόλαβε. Είχε καταλάβει πως κάτι σ’ εµένα πήγαινε κατά διαόλου κι ήθελε να το σκάσει, για να σωθεί και να µε σώσει. Για µένα ήταν αργά. Ή έπρεπε να φύγω ή να σκοτώσω και να σκοτωθώ.

Με πρόλαβε όµως κάποιος άλλος.

Γιώργος Σκούρτης                                                                                                protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου