"Οι λέξεις και οι μάχες"
Γεννήθηκα τον Γενάρη του 1931, πέντε
χρόνια µετά από την αδελφή µου τη Μαίρη (1925-1998), στο σπίτι των γονιών µου,
της Λιάνας (1905-1992) και του Στράτη (1901-1978), στην Αθήνα, Σίνα 62,
απέναντι από τη Γαλλική Ακαδηµία – τίποτε δεν είναι τυχαίο…
Έφυγαν ώρες µετά, παίρνοντας µαζί τη
µητέρα µου και την αδελφή µου, τις πέρασαν πέντε µήνες µετά από χιτλερικό
στρατοδικείο, στη µεγάλη αίθουσα του Παρνασσού (όπου η µητέρα µου είχε
προπολεµικά εµφανιστεί σε δικά της ρεσιτάλ πιάνου!). Δεν µε άφησαν να µπω και
περίµενα την απόφαση στο πεζοδρόµιο. Τις κράτησαν φυλακισµένες µερικούς ακόµα
µήνες και µετά τη «δίκη» – κι ας µην καταδικάστηκαν. Στόχος της Γκεστάπο ήταν
να εκβιάσει τον πατέρα µου για να παραδοθεί. Η µητέρα µου ήταν µέλος του ΕΑΜ
µουσικών και η αδελφή µου της ΕΠΟΝ, αλλά –ευτυχώς– οι Γερµανοί δεν το ήξεραν.
Ριχάρδος Σωμερίτης
«Εγώ γράφω, δεν πουλάω
κεφτεδάκια»
Αµετανόητα δηµοσιογράφος από τα πολύ
νεανικά του χρόνια, επαγγελµατίας, έχοντας υπηρετήσει όλα τα είδη ενηµέρωσης (εφηµερίδες, περιοδικά, ειδησεογραφικά
πρακτορεία, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, διαδίκτυο) στην Ελλάδα και το εξωτερικό,
συχνά από θέσεις ευθύνης, πεισματικά ανεξάρτητος, µε θέληση αντίστασης (Κατοχή,
δικτατορία και όχι µόνο), µε σημαντικές εμπειρίες και στον συνδικαλισμό (Μάης
του ’68 στο Παρίσι) και μολοντούτο βραβευμένος, ο Ριχάρδος Σωµερίτης αφηγείται.
Επιλέγοντας. Καταστάσεις και πρόσωπα, γνωστά και άγνωστα (Σουµάν, Μονέ,
Καραµανλή, Παπανδρέου και τόσα άλλα, και όχι µόνο πολιτικούς), που γνώρισε από
κοντά και που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Ευρώπη και τη χώρα µας.
Αντικειμενικός; Δεν συμμερίζεται τον
όρο· επιλογή του είναι, όσο το δυνατόν, η εντιμότητα. Και οι «μάχες»: για τις
δημοκρατικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, για την Ευρώπη – το όραµα
ειρήνης και κοινωνικής προόδου που τόσοι, τα τελευταία χρόνια, προσπαθούν να
μετατρέψουν σε εφιάλτη.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Έχω γράψει και µιλήσει για
εκατοντάδες ανθρώπους, διάσηµους και µη. Εδώ γράφω για µένα. Για ορισµένα µόνο
από τα όσα µου δόθηκε να ζήσω – και δεν είναι λίγα. Και για πολλούς από
εκείνους που συνδέονται µε αυτά.
Μια µαρτυρία καταθέτω για το πώς
κάποιος που γεννήθηκε πριν από ογδόντα δύο χρόνια και συνεπώς φορτώθηκε µε τα
όσα µεσολάβησαν (και τι δεν ζήσαµε εµείς οι παππούδες…) µπόρεσε να επιβιώσει,
κυρίως ως δηµοσιογράφος. Εµπειρία που µπορεί ίσως να φανεί χρήσιµη. Έζησα
δίνοντας µάχες, και έφτασα, όπου έφτασα, όρθιος. Και τώρα είµαι βέβαιος ότι
αυτή ήταν η φιλοδοξία µου ως πολίτης και ως δηµοσιογράφος.
Δεν είναι ιστορικό δοκίµιο το κείµενο
αυτό. Και δεν είναι «αντικειµενικό». Δεν πιστεύω στην «αντικειµενικότητα».
Ελπίζω όµως να είναι έντιµο. Να µη διαστρεβλώνει, παραποιεί ή αποφεύγει απόψεις
και γεγονότα που «δεν συµφέρουν».
Φυσικά δεν είναι «πλήρες». Και δεν θα
µπορούσε να είναι. Τα προσωπικά δεν αφορούν παρά όσους τα έζησαν µαζί µου. Και
ορισµένα πολιτικά θα άξιζαν άλλη τύχη από τη συµπερίληψή τους σε ένα χρονικό!
Ως προς τα δηµοσιογραφικά, αποφεύγω τα αυτάρεσκα –«Εγώ πρώτος αποκάλυψα,
έγραψα, είπα»– κι ας µην είναι λίγα.
Η σταδιοδροµία µου µπορεί να θεωρηθεί
παράδοξη. Αναπτύχτηκε στα όρια της πολιτικής ένταξης, αλλά πάντα µε πεισµατική
προσήλωση στην ανεξαρτησία µου, στην άρνηση κάθε ιδεολογικής ή πολιτικής
πειθαρχίας. Αναπτύχθηκε µάλιστα πολυεθνικά: για δεκαετίες παράλληλα στην Ελλάδα
και στη Γαλλία. Και εκεί, στη δεύτερη πατρίδα µου, µε την ευρωπαϊκή ιδέα και τη
χώρα µου πάντα κατά νου. Και τώρα εδώ, στην Ελλάδα πάλι, πια, µε στόχο την
ευρωπαϊκή προοπτική και µε τη Γαλλία κατά νου ζω καθηµερινά.
Με τον άλφα ή βήτα τρόπο, θετικά ή αρητικά,
η Ελλάδα δεν µε άφησε ποτέ να την ξεχάσω, ακόµα κι όταν µου φέρθηκε σαν
«µητριά». Αλλά και τη Γαλλία δεν µπορώ να παρακάµψω. Με δέχτηκε, µε ξεστράβωσε,
µου επέτρεψε ακόµα και την αµφισβήτηση τόσων επιλογών της, γαλλικό ψωµί έφαγα
για δεκαετίες, σε αυτή τη χώρα ρίζωσε πια το σωµεριτέικο, µε πιο πρόσφατο
εκπρόσωπο (τον Απρίλη του 2012 γεννήθηκε, πάρτε ανάσα, κι εγώ πολλά ονόµατα
έχω!) τον Έκτορα-Λουί- Ριχάρδο Ντελµότ-Σωµερίτη. Τον δισέγγονό µας.
Πρέπει όµως τώρα να προχωρήσω πρώτα
σε µια περίληψη των γεγονότων για να µη χαθούµε, αφού τα όσα ακολουθούν, όπως
στη ζωή, πάνε µπρος, πάνε πίσω, µε τα «τότε» να εξηγούν τα «µετά» και τα
«τώρα».
1. Ένα παιδί µέσα στον πόλεµο
Ως την Κατοχή ήµουνα ένα παιδί πότε
ήσυχο και καλό, και πότε άτακτο, µέτριο στο σχολείο, που όµως διάβαζε πολύ
ό,τι δεν ήταν σχολικό (πολλά τα βιβλία στη βιβλιοθήκη του πατέρα), που λάτρευε
τη µουσική (δώρο της µάνας), αλλά που πήγε να µάθει βιολί και τα παράτησε.
Ένα παιδί όµως που από το 1940 ζούσε
τα φοβερά γεγονότα χωρίς αρχικά να µετέχει, παρά µόνο να τα υφίσταται, παιδί το
οποίο τον χειµώνα του ’41 είχε πεινάσει και έτρεχε στα συσσίτια, που έβλεπε
νεκρούς στους δρόµους το πρωί πριν τους µαζέψουν τα καροτσάκια του Δήµου, που
µια φορά τσακώθηκε άγρια µε άλλα παιδιά µπροστά από τον φούρνο του Κόρδα, γωνία
Σίνα και Σόλωνος (εκεί που είναι τώρα ο ΟΤΕ), γιατί πήγαν να του κλέψουν τη
βάρους λίγων δραµιών καυτή, γεµάτη νερό, µποµπότα, που περιµέναµε αρκετές
ηµέρες να µοιράσουν επιτέλους µε το δελτίο.
Ήµουνα δηλαδή ένα παιδί σχεδόν όπως
όλα, µόνο που το σπίτι µου ήταν αστικό κι έτσι πήγαινα σχολείο στου Μακρή, µε
ένα πατέρα, τον Στράτη, δικηγόρο, συγγενή και θετό γιο σηµαντικού Αθηναίου
δικηγόρου και εκδότη της ζακυνθινής εφηµερίδας «Ελπίς»: του Διονυσίου Σωµερίτη,
απόγονου και αυτού δικηγόρων (ένας από αυτούς, ο Αντώνιος Σωµερίτης, ήταν και
µέλος της Φιλικής Εταιρείας στη Ζάκυνθο). Και µε µια µητέρα, τη Λιάνα, πρώτο
βραβείο στο πιάνο, καθηγήτρια και αργότερα µουσικοκριτικό, κόρη στρατηγού, του
Ριχάρδου Καραµαλίκη, επιτελάρχη του Καλάρη στους πολέµους του ’12-’13, και
εγγονή του Νικόλαου Καραµαλίκη, ενός από τους βουλευτές της Ιονίου Βουλής που
ψήφισαν την Ένωση της Επτανήσου µε την Ελλάδα.
Το 1936 µε έγραψαν οι γονείς µου στα
«Λυκόπουλα» της 3ης Ναυτοπροσκόπων που η λέσχη τους ήταν στο µικρό δασάκι µε
πεύκα στον Άγιο Νικόλαο της Νεάπολης. Αλλά ο Μεταξάς διέλυσε τους προσκόπους
διότι έφτιαξε την υποχρεωτική για όλους Εθνική Οργάνωση Νέων, στο σχολειό µάς
οργάνωσαν –πώς να κάνουν αλλιώς– σε οµάδες, χωρίς πάντως πολλές δραστηριότητες.
Ακόµα και τα παιδιά του δηµοτικού, από «Λυκόπουλα», βρέθηκαν «Σκαπανείς», µας
µοίρασαν από µια µπλε στολή µε δίκοχο και από ένα ξύλινο ντουφέκι, έτσι τους
είπαν να πράξουν – πάντως απουσίες δεν σηµείωναν.
Η διάλυση των προσκόπων µε µετέτρεψε
σε εχθρό του Μεταξά, κι ας ήταν, από τη σχολή των Ευελπίδων, φίλος του παππού
µου (έτσι γλίτωσε το 1936 ο πατέρας µου την εξορία), και έχασα κάθε ιδέα για
τον Παύλο που, ενώ ήταν «αρχηγός» µας, αποδέχτηκε τη διάλυση.
Το 1940, µε τον πόλεµο, στις 28
Οκτωβρίου, µε πήρε ο πατέρας µου από το χέρι και δεν πήγαµε όπως άλλοι να
αδειάσουµε τα ράφια του µπακάλη µας, του Κούτσια, γωνία Σίνα και Σκουφά αλλά,
όπως χιλιάδες συµπατριώτες, στο Σύνταγµα και φωνάζαµε «Ζήτω». Με τα άλλα
πιτσιρίκια της γειτονιάς φτιάξαµε έναν «καραγκιόζη» στην ταράτσα του σπιτιού,
µε εισιτήριο παρακαλώ, και µε τις εισπράξεις από το έργο «Ο Καραγκιόζης
µπακάλης» αγοράσαµε τρεις κούτες τσιγάρα και τα µοιράσαµε στους τραυµατίες στο
Ζάππειο, που είχε µετατραπεί σε στρατιωτικό νοσοκοµείο. Η Μαίρη, δεκαπέντε
ετών, σε αυτό το νοσοκοµείο είχε πάει εθελόντρια αδελφή.
Ο πατέρας µου δεν είχε ακόµα
στρατευτεί, δεν τον δέχτηκαν όταν το ζήτησε, αλλά εργάστηκε εθελοντικά στους
συνεταιρισµούς για τον επισιτισµό. Μόνο προς το τέλος τον έντυσαν φαντάρο και
µου φάνηκε απίστευτα αστείος, όπως ήταν αδύνατος και ελάχιστα αθλητικός, µε το
δίκοχο, το παγούρι και τα περικνήµια. Δεν πρόλαβε να φύγει σε κάποιο µέτωπο,
όµως του έδωσαν ανάµεσα σε άλλα µια βαριά ζώνη και ένα ζευγάρι αρβύλες µε
πρόκες που έπαιξαν τελικά ρόλο στη δική µου ζωή: το ζωνάρι σαν όπλο αυτοάµυνας
όταν από το ’44 και µετά προσπαθούσαν οι κάθε λογής χίτες να µας καταχεριάσουν·
και οι αρβύλες από τη στιγµή, πάλι το ’44, που τα χοντρά δάχτυλα των ποδιών µου
τρύπησαν τα δέκα φορές µπαλωµένα παπούτσια µου και βγήκαν έξω.
Τον Απρίλη του 1943, παραµονές του
Πάσχα, µπούκαρε η Γκεστάπο στο σπίτι, έχοντας κλείσει τη γειτονιά, πρόλαβε ο
πατέρας µου να ξεφύγει περνώντας από τη Γαλλική Ακαδηµία (τον ίδιο δρόµο
σωτηρίας πήρε και στα Δεκεµβριανά – και πώς να ξεχάσουµε τους Μιλλιέξ;) και
βρήκε ένα πρώτο άσυλο λίγο παρακάτω, στο σπίτι του µουσικού Αντώνη Σκόκου
(Ιπποκράτους και Αραχώβης) και αµέσως µετά στο σπίτι του Κώστα Καρυωτάκη,
πρώτου ξάδερφου του ποιητή, στην οδό Αχιλλέως (το κουφάρι του νεοκλασικού
υπάρχει πάντα) και στη συνέχεια σε διάφορες γιάφκες, ως την Απελευθέρωση. Αν
τον έπιαναν, θα τον εκτελούσαν.
«Αίτιο» η παράνοµη αντιστασιακή
σοσιαλιστική εφηµερίδα «Η Μάχη». Προδόθηκε το τυπογραφείο κοντά στην Αιόλου σε
ώρα εκτύπωσης, και ο τυπογράφος (παραλίγο να πεθάνει σε στρατόπεδο στη
Γερµανία) το µόνο που πρόλαβε ήταν να τηλεφωνήσει στον πατέρα µου να φύγει.
Λίγο µετά, έφτασαν οι Γερµανοί. Η αδελφή µου ξεγλίστρησε κι αυτή για να
ειδοποιήσει ανθρώπους που ήταν να έρθουν για παράνοµη συνεδρίαση· δυστυχώς,
επέστρεψε και τη συνέλαβαν.
Η µητέρα µου κάθισε στο πιάνο: µε την
«Τοκάτα και φούγκα» του Μπαχ τούς υποδέχτηκε. Ένας νεαρός γκεσταπίτης, ξανθός
και λεπτός, πήγε να σηκώσει τα σκεπάσµατα της κατάκοιτης γιαγιάς, να ψάξει. Εγώ
ήξερα και είχα παγώσει. Η γιαγιά Αγγελική όµως, µε τα πάλλευκα µαλλιά και τα
µαύρα της τα µάτια να πετάνε φλόγες, σήκωσε το µπαστούνι της. Κλαρίνο ο νεαρός,
ντράπηκε ίσως, χαιρέτησε και βγήκε από το δωµάτιο. Στο στρώµα της γιαγιάς
υπήρχαν όσα αντιστασιακά χαρτιά ο πατέρας µου δεν πρόλαβε να πάρει µαζί του.
Και η γιαγιά το ήξερε· φυσικά...
Οι Γερµανοί, σαν έφτασαν στο σπίτι,
βάλθηκαν να χτυπάνε σαν τρελοί την πόρτα να τη σπάσουν έχοντας µαζί τους τον
απαραίτητο χλεµπονιάρη «Ρωµιό» διερµηνέα τους – λέτε αυτοί που κυβέρνησαν µετά
να τον περιέλαβαν στους αγνούς «εθνικόφρονες» που έσωσαν την Ελλάδα από τον
κοµµουνιστικό κίνδυνο; Η µάνα µου, πάντα ατάραχη, γεµάτη αξιοπρέπεια, φρόντισε
ακόµα µια φορά τη λατρεµένη µου γιαγιά, τη µάνα του πατέρα µου, ανήµπορη πια,
και ξανακάθισε στο πιάνο να συνεχίσει την «Τοκάτα και φούγκα» την ώρα που
έψαχναν οι γκεσταπίτες όλο το σπίτι· έπαιζε το ίδιο κοµµάτι του Μπαχ που κάθε
τόσο, πριν από την Κατοχή, πήγαινε και το ερµήνευε, αυτό και άλλα, στο αρµόνιο
της προτεστάντικης («γερµανική» τη λέγαµε) εκκλησίας, πενήντα µέτρα από το
σπίτι.
Οι γκεσταπίτες ερεύνησαν παντού,
σήκωσαν πολλά αρχεία του πατέρα µου κι ανάµεσά τους µια µεγάλη µελέτη, η οποία
χάθηκε, για τον µαρξισµό και τη δηµοκρατία. Τους κρυψώνες δεν τους βρήκαν.
Στο σπίτι µείναµε φρουρούµενοι η
γιαγιά κι εγώ χωρίς καµιά επαφή µε άλλους, µήτε καν µε τη θεια µου τη Σάση, την
οικογενειακή µας ερυθροσταυρίτισσα, µε εξαίρεση µια πονόψυχη γειτόνισσα, τη
Βαρβάρα Θεοδωροπούλου-Λιβαδά, σύζυγο εισαγγελέα Εφετών, «µάνα του στρατού»,
απαιτητική για θαυµασµό ποιήτρια µε το ψευδώνυµο «Ανεµώνη» και µε µοναδική
δίοδο συνεννόησης µαζί της το παράθυρο της αυλής.
Το τηλέφωνο µου το είχαν απαγορεύσει.
Ο Αυστριακός που µας επέβλεπε ως δεσµοφύλακας µέσα στο σπίτι µού επέτρεψε µόνο
να βγαίνω στο µπαλκόνι. Έβγαινα και τραγούδαγα τα «σουξέ» της εποχής.
Αλλάζοντας όµως τα λόγια µόλις έβλεπα γνωστό να ανηφορίζει τη Σίνα για να τον
ειδοποιήσω συνωµοτικά πως, αν χτύπαγε το κουδούνι του σπιτιού µας, θα τον
έπιαναν οι φρουροί που ήταν κρυµµένοι πίσω από την πόρτα. Γλίτωσαν έτσι
µερικοί, όπως ο θειος µου ο Γιώργος Γεωργακόπουλος. Ο συγγραφέας Άλκης
Τροπαιάτης δεν κατάλαβε το συνωµοτικό «Έφυγε ταξίδι ο µπαµπάς», χτύπησε το
κουδούνι και τον έπιασαν.
Μια εβδοµάδα µετά έφυγαν οι φρουροί
και αποκαταστάθηκε η επαφή µε τον «έξω κόσµο». Συνέχιζα να φροντίζω τη γιαγιά,
αλλά για τα πιο προσωπικά (φοβερή εµπειρία για ένα αγοράκι) ερχόταν πια η θεια
ή ο άνθρωπος του σπιτιού της, η πολύτιµη Διονυσία, Ζακυνθινή και αυτή, από το Μαχαιράδο.
Μας ανέλαβε λοιπόν η θεια µου η Σάση,
που έτρεχε στη φυλακή για τη µητέρα µου και την αδελφή µου, φρόντιζε συνωµοτικά
τον παράνοµο πατέρα µου, αλλά και, στο σπίτι της, τον υπέργηρο και άρρωστο πια
παππού µου. Για την επιβίωσή µου φρόντισαν ακόµα στους επόµενους µήνες εκ
περιτροπής και γονείς συµµαθητών και συµµαθητριών µου στου Μακρή, καλώντας µε
στο µεσηµεριανό τους µε πρωτοβουλία µιας δυναµικής γυναίκας, της κυρίας Αλευρά,
που ήταν άµισθη εθελόντρια, υπεύθυνη το 1940-1941 του στρατιωτικού νοσοκοµείου
του Ζαππείου. Το ευχαριστώ και η ευγνωµοσύνη δεν αρκούν. Γιατί δεν ήταν µόνο το
πολύτιµο φαγητό. Ήταν και η αίσθηση, µέσα στην Κατοχή και τις διώξεις, µιας
ζεστής και έµπρακτης αλληλεγγύης.
Έτσι για πάνω από µισό χρόνο έµεινα
χωρίς τη µάνα µου και την αδελφή µου, φυλακισµένες στις γυναικείες φυλακές
Αβέρωφ, κοντά στο νοσοκοµείο «Έλενα». Τις είδα µια - δυο φορές, στη µεγάλη
αίθουσα όπου, το ένα δίπλα από το άλλο, ήταν κατάχαµα τα στρώµατά τους.
Τριάντα ήταν οι κρατούµενες στην
αίθουσα αυτήν; Σαράντα; Ίσως. Μία από αυτές ήταν η Δανάη Στρατηγοπούλου, η
πασίγνωστη τραγουδίστρια και συνθέτρια που πολύ αργότερα µετέφρασε στα ελληνικά
τον Πάµπλο Νερούδα. Μία άλλη ήταν η περίφηµη –προπολεµικά– Περδικάρη, η
«φόνισσα», που η περίπτωσή της είχε αναστατώσει την Αθήνα και έγινε και
τραγούδι, µια ήσυχη και ευγενέστατη «ποινική», σαφέστατα αστή (δεν ξεχώριζαν
τις πολιτικές κρατούµενες από τις ποινικές), που είχε σκοτώσει µε αγριότητα τον
άντρα της για λόγους που δεν εξήγησε ποτέ. Η άδεια που µου δόθηκε να δω εκεί τη
µάνα µου ήταν µεγάλο δώρο. Το εξηγούσε η ηλικία µου: δώδεκα ετών!
Βρέθηκα σ’ αυτή την ηλικία ουσιαστικά
αδέσποτος. Ακόµα κι όταν απελευθερώθηκε η µητέρα µου, πού να µε µαντρώσει πια.
Εξάλλου, σταµάτησα να τη φωνάζω «Μαµά». Τη φώναζα «Μητέρα». Νοµίζω ότι τότε
τελείωσε και η παιδική µου ηλικία – αλλά χωρίς να την αντικαταστήσει ακόµα
κάποια άλλη.
2. Ακολούθησε ή συνόδευσε τις δύσκολες
στιγµές η «ένταξη» στην Αντίσταση.
«Αετόπουλο», πρόωρα επονίτης, έγραφα
ήδη από τα τέλη του 1942 στους τοίχους, και από το 1943 «έβγαζα χωνιά». Μερικές
φορές (1944) µετέφερα και όπλα µε ποδήλατο. Αλλά ταυτόχρονα αλήτευα. Έζησα την
Απελευθέρωση κορυβαντιώντας σε δρόµους και πλατείες. Στο δυτικό Κολωνάκι, στη
Δεξαµενή, στη Νεάπολη, στα Εξάρχεια. Μερικές φορές ως του Γκύζη.
Έναν περίπου µήνα πριν από την
Απελευθέρωση έγινε από επονίτες στην Πανεπιστηµίου µια όχι µικρή διαδήλωση
–σπάνια αναφέρεται– για να απελευθερώσουµε τα µέλη του συµβουλίου των
τραυµατιών πολέµου που ταγµατασφαλίτες από τη Χασιά, σαν καλοί εθνικόφρονες
Έλληνες, είχαν συλλάβει στο Μαράσλειο «για να το καθαρίσουν από τους
κουκουέδες» και τους πήγαν για τα περαιτέρω στο ξενοδοχείο «Ερµής»,
Πανεπιστηµίου και Εµµανουήλ Μπενάκη. Εκεί τους είχαν στεγάσει οι Γερµανοί γιατί
δεν µπορούσαν πια να ζούνε στη Χασιά, µε τους αντάρτες του καπετάν Ορέστη στην
Πάρνηθα.
Σπάσαµε λοιπόν την πόρτα του
ξενοδοχείου κι αρχίσαµε να ανεβαίνουµε. Τότε οι Χασιώτες µάς χτύπησαν µέσα στις
σκάλες µε χειροβοµβίδες. Υποχωρήσαµε, άτακτα είναι η αλήθεια. Έκανα το λάθος να
στρίψω στην Εµµανουήλ Μπενάκη γιατί είδα απέναντι ενόπλους του «εθνικιστή»
Παπαγεωργίου, από το Παγκράτι, και λίγο πιο κάτω, προς την Οµόνοια, Γερµανούς.
Όπως έτρεχα, µια χειροβοµβίδα που έριξαν από παράθυρο έσκασε µπροστά µου και
βρέθηκα χάµω. Σηκώθηκα να τρέξω, µια γυναίκα φώναζε «Το πόδι σου, παιδί µου».
Ήταν πληγωµένο στην κνήµη και έτρεχε άφθονο αίµα. Το περιποιήθηκαν πρόθυµα στην
κλινική Σµπαρούνη που δεν ήταν πολύ µακριά και όπου µπόρεσα να φτάσω
κουτσαίνοντας χωρίς να µε πιάσουν.
Από την Απελευθέρωση και µετά
περνούσα ώρες πότε στη λέσχη της ΕΠΟΝ Κολωνακίου, σε ένα λαϊκό σπίτι στα ριζά
του Λυκαβηττού, και πότε στα γραφεία τα επίσηµα πια της «Μάχης», σε ένα
επιταγµένο αρχοντικό, στην οδό Πανεπιστηµίου, στον δεύτερο όροφο – στον πρώτο
στεγαζόταν το ακραία δεξιό αλλά αντιστασιακό «Ελληνικόν Αίµα» του Βοβολίνη,
επεισόδια δεν θυµάµαι. Είχαν δώσει στη «Μάχη» και ένα επιταγµένο αυτοκίνητο για
τις ανάγκες της και η χαρά µου ήταν να στέκοµαι όρθιος στο «µαρσπιέ» όταν πήγαινε
σε «αποστολές».
Στις 3 του Δεκέµβρη 1944 οι γονείς
µου µε έκλεισαν στο σπίτι γιατί ήξεραν ή υπέθεταν τους κινδύνους. Κατάφερα να
τους ξεφύγω χρησιµοποιώντας το λούκι της υδρορροής. Έτρεξα στη µεγάλη διαδήλωση
στο Σύνταγµα, είδα το φονικό που διέταξε Έλληνας πρωθυπουργός, ο Γεώργιος
Παπανδρέου, εναντίον άοπλων Ελλήνων.
Δυο ηµέρες µετά, κάτι ένστολοι
εδεσίτες µπήκαν στο σπίτι αναζητώντας (όπως οι Γερµανοί) τον πατέρα µου,
έπιασαν τη µάνα µου και την κρατούσαν στο «Μαξίµ» – που έγινε αργότερα «Θέατρο
Βουγιουκλάκη». Μερικές ηµέρες µετά µε έπιασαν και µένα γωνία Σίνα και Σόλωνος,
έφαγα ξύλο, µε πήγαν στο (βρετανικό) στρατόπεδο που οργανώθηκε εκ των ενόντων
στο Χασάνι (Ελληνικό), ήταν να µε στείλουν µε τους άλλους στην Ελ Τάµπα (σύνορα
Αιγύπτου - Λιβύης), δραπέτευσα, έκανα έναν «δυναµικό» σταθµό στα εµπόλεµα
Εξάρχεια µεταφέροντας µηνύµατα, και βρήκα τον πατέρα µου στην Κυψέλη. Τα
ηγετικά κλιµάκια του ΕΑΜ έφυγαν από την Αθήνα προτού τελειώσουν οι µάχες. Με
την υποχώρηση, φτάσαµε στη Θήβα την παραµονή της Πρωτοχρονιάς (που την περάσαµε
σε σπίτι µε τον Πορφυρογένη, τον Τσιριµώκο, τον Γρηγοριάδη και άλλους), από τη
Θήβα πήγαµε στη Λαµία και, αµέσως µετά και κακήν κακώς, ως τα Τρίκαλα. Γνώρισα
εκεί τον µυθικό Άρη, τον Σιάντο, τον Σαράφη, τόσους άλλους. Όλα αυτά τα έχω περιγράψει
σε ένα αφήγηµα µε τίτλο Ένας µικρός Δεκέµβρης – «µικρός» γιατί ήµουνα µικρός
και γιατί δεν είδα παρά µόνο λίγα από τα όσα έγιναν. Νοµίζω ότι τότε άρχισα να
«µεγαλώνω» και να κοιτάζω τα µούτρα µου στον καθρέφτη µε την ελπίδα να δω
κάποιο αχνό µουστάκι να ξεµυτίζει.
Αναµνήσεις από τα Τρίκαλα, την
«πρωτεύουσα» του υπό διάλυση εαµικού κράτους: το κρύο, τα χιόνια, οι αργόσυρτες
βοϊδάµαξες, οι άνθρωποι µε τα γουρουνοτσάρουχα και τις πατατούκες. Αλλά και οι
έφιπποι «µαυροσκούφηδες» µε τον αρχηγό τους τον Άρη –δεν ξεχνιούνται– που
θύµιζαν τους ήρωες του ’21 κι ας έπραξαν κι αυτοί πολλά άδικα και άγρια φονικά
που πλήρωσε µαζί µε τα θύµατα και όλη η Αριστερά. Ήταν εκεί και µερικοί
ηθοποιοί, όπως η Μιράντα και ο Τζαβάρας Καρούσος, η τραγουδίστρια και χορεύτρια
Ντιριντάουα, ο συγγραφέας Βασίλης Ρώτας, ο νεαρός δηµοσιογράφος Λυµπερόπουλος
της «Μάχης», µαζί τους έζησα το πρώτο µου µεθύσι (δεν πρόσεξαν τα ποτήρια που
κατέβαζα) σε µια υπόγεια ταβέρνα. Στις αναµνήσεις και οι κουβέντες µου µε
νεαρούς Γερµανούς φαντάρους που είχαν αυτοµολήσει πέντε µήνες πριν και µε
έκαναν να καταλάβω ότι «δεν ήταν όλοι ίδιοι». Καθώς και ο καλοσυνάτος (έτσι µου
φάνηκε) Σιάντος, που έπρεπε να υπογράψει ο ίδιος (η γραφειοκρατία είναι µέσα
στο αίµα µας) το χαρτί για να µου φτιάξουν στολή, καθώς τα ρούχα µου είχαν
κοµµατιαστεί µε την απόδραση από το Χασάνι κι έκανε κρύο πολύ…
Στα Τρίκαλα βγήκαν και ένα ή δύο
φύλλα της «Μάχης». Με την άδεια, το χαρτί, το τυπογραφείο του ΚΚ. Η ΕΛΔ (Ένωση
Λαϊκής Δηµοκρατίας, κόµµα σοσιαλιστικό, ένα από τα ιδρυτικά του ΕΑΜ) είχε και
γραφείο. Έχει σωθεί µια φωτογραφία του. Τα προβλήµατα που αντιµετώπιζαν τα µέλη
της ΕΛΔ ήταν πολλά και σοβαρά και όλα είχαν να κάνουν µε την τροµοκρατία που
ασκούσαν και σε βάρος τους πολλές τοπικές οργανώσεις του ΚΚΕ. Ο πατέρας µου,
αµέσως µετά από τη Συµφωνία της Βάρκιζας (µαζί ακούσαµε τον Σιάντο να την
εξηγεί στην κεντρική πλατεία της Λάρισας σε ελασίτες που τους κυρίευε η πίκρα),
αναγκάστηκε να πάει στη Θεσσαλονίκη, να τα συζητήσει αυτά τα απαράδεκτα που
είχαν συµβεί και στη Θεσσαλία και αλλού µε την τοπική οργάνωση και να βρεθούν
λύσεις. Ήταν ήδη πεπεισµένος ότι η ΕΛΔ, που οι συνθήκες την έµπλεξαν σε έναν
«Δεκέµβρη» που δεν ήθελε και που έκανε ό,τι µπόρεσε για να αποτρέψει, έπρεπε να
αυτονοµηθεί από το ΕΑΜ. Αυτό έγινε λίγο αργότερα, στην Αθήνα. Δηλαδή, πολύ
αργά.
Καθώς έλειπε ο πατέρας µου, δεν
θέλησα να χάσω την ευκαιρία ενός νοσοκοµειακού που έφευγε για την πρωτεύουσα.
Ευτυχώς, µας προστάτευαν οι Εγγλέζοι γιατί οι «εθνικόφρονες» σε αρκετές πόλεις
δεν ήθελαν να µας αφήσουν να περάσουµε ζωντανοί. Στην Αθήνα έφτασα τελικά τρεις
ηµέρες µετά και ένστολος! Το νοσοκοµειακό µάς άφησε στον σταθµό Λαρίσης. Πήγα
µε τα πόδια –προσέχοντας συνεχώς– ως την οδό Σκουφά, στου παππού µου. Την πόρτα
την άνοιξε η µάνα µου…
Ώσπου να βαφτούν µπλέ τα στρατιωτικά
ρούχα που φορούσα, τα µόνα που είχα, δεν τολµούσα να βγω στον δρόµο. Με αυτά,
αλλά βαµµένα πλέον, πήγα να περάσω εξετάσεις στο κτίριο της Νοµικής Σχολής για
να µπορέσω να γραφτώ σε σχολείο. Τις πέρασα, δεν ξέρω πώς. Για να µε γράψουν οι
γονείς µου στη σχολή της Φωτοπούλου και όχι πια στου Μακρή (Ελληνικό
Εκπαιδευτήριο Παναγιωτόπουλου-Ελευθεριάδη). Μέγα προτέρηµα: το σχολείο αυτό
ήταν στη Σταΐκου, πάροδο της Σκουφά, δηλαδή πολύ κοντά στο σπίτι του παππού
µου, και έτσι δεν κινδύνευα από τους χίτες. Μολοντούτο, τον επόµενο χρόνο και
µετά από πολλά επεισόδια, αναγκάστηκα να καταφύγω στην Άνω Κυψέλη, στο σπίτι
του δικηγόρου, συντρόφου στην ΕΛΔ και φίλου του πατέρα µου Σταύρου
Κανελλόπουλου και να γραφτώ στο σχολείο του Φωτόπουλου, σε έναν παράδροµο της
Φωκίωνος Νέγρη. Εκεί δεν µε γνώριζαν… Και οι φίλοι που είχα
στη γειτονιά ήταν «δικοί» µου. Αργότερα ξαναγύρισα στης Φωτοπούλου.
Πριν καταφύγω στην Κυψέλη, οι χίτες
µε κυνηγούσαν στους δρόµους. Όταν επέστρεψα στη Σκουφά, δεν είχαν αλλάξει τα
πράγµατα. Έτσι, µια φορά, λίγο αργότερα, πήγαν µάλιστα να µε σκοτώσουν, τους
κάναµε µήνυση και καταδικάστηκαν· λίγο, αλλά τουλάχιστον καταδικάστηκαν! Πάντως
πήγαινα τακτικά στα γραφεία της σοσιαλιστικής νεολαίας και στη Λέσχη της ΕΠΟΝ,
γωνία Ακαδηµίας και Κριεζώτου. Όταν απαγόρευσαν την ΕΠΟΝ, µετέτρεψαν το
νεοκλασικό σε στρατοδικείο… Καθοδηγητής µου ήταν τότε ο Φίλιππος Ηλιού,
παρακολουθούσα κάθε Τετάρτη τις συναθροίσεις της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής
οµάδας που κουµαντάριζε µε ταλέντο ο σοφός Αλέξης Αργυρίου. Διαφώνησα µε τους
περισσότερους άλλους σχετικά µε τον Ζντάνοφ και τα σταλινικά του για την τέχνη
και τόλµησα να µιλήσω για τον µέγα Καβάφη που καταδίκαζαν οι «κοµµατικοί» (εγώ
όµως ήµουνα «ελδίτης»).
Το 1946 συνέλαβαν τον πατέρα µου για
ένα άχρηστο όπλο που είχαν φροντίσει να βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του, πίσω από
βιβλία, τον καταδίκασαν αυστηρά, φιλοξενήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, από εκεί
συνέχισε τη «Σοσιαλιστική Επιθεώρηση», απελευθερώθηκε πολλούς µήνες µετά και
ξαναπήγε στη «Μάχη». Ευτυχώς δεν βρήκαν µια Μπερέτα που δεν ήξερε την ύπαρξή
της, εγώ την ήξερα…
Το 1948 έκανα τα πρώτα βήµατα στη
δηµοσιογραφία. Στη «Μάχη» – βδοµαδιάτικη τότε. Θα εξιστορήσω τα της «Μάχης» σε
άλλες σελίδες. Την ίδια χρονιά µε έπιασαν ένα απόγευµα σε σπίτι «φίλου» (αυτός
µας «κάρφωσε»), παίζοντας σκάκι, όπως έπιασαν όσα παιδιά της παρέας πέρασαν
τυχαία από εκεί (τον Γιάννη Τσοκόπουλο, την Καλλιόπη Σµπαρούνη, τη Μαργαρίτα
Πετρακοπούλου –µε τον αδελφό της καταδικασµένο σε θάνατο–, τον Σπύρο Τσακνιά
και άλλους). Γλιτώσαµε το στρατοδικείο και τη βέβαιη (µε κατασκευασµένα
στοιχεία) καταδίκη γιατί πρόλαβαν οι δικοί µας να πετύχουν την παρέµβαση του
πρωθυπουργού Σοφούλη.
Στο κελί, στο υπόγειο του 3ου
αστυνοµικου τµήµατος, γωνία Αµερικής και Βαλαωρίτου, βρέθηκα εκείνη τη νύχτα µε
τον Νίκο Κούνδουρο που τον είχαν πιάσει για άλλη «υπόθεση». Με ένα καρβουνάκι
ζωγράφιζε στους τοίχους γάτες. Το «πάτησα τη γάτα» σήµαινε τότε «υπέγραψα
δήλωση». Προφανώς το σκεφτότανε – πάντως, αν θυµάµαι καλά, στη Μακρόνησο
βρέθηκε µετά.
Είχα ήδη παρέες διανοουµενίστικες,
πήγαινα στη Γαλλική Ακαδηµία και στις θαυµάσιες εκδηλώσεις της, τέλειωσα το
γυµνάσιο (σχεδόν µε δεκαεφτά!) και µπήκα στο πανεπιστήµιο το 1949, αλλά είχα
ήδη από έναν χρόνο, µαθητής ακόµα, ξεκινήσει στη δηµοσιογραφία. Τότε έγινα
σχεδόν σιωπηλός αλλά τακτικός θαµώνας του ιστορικού παταριού του Λουµίδη, στη
Σταδίου, ανάµεσα στη στοά Πεσµαζόγλου και στο σηµερινό κτίριο της Alpha Bank,
δηλαδή στο ξακουστό µεσηµεριανό στέκι της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής Αθήνας
(Κοσµάς Πολίτης, Βάρναλης, Ελύτης, Σεφέρης, Τερζάκης, Ρώτας, Κουκούλας και
τόσοι άλλοι), πολιτικών, όπως ο Ηλίας Τσιριµώκος, και δηµοσιογράφων.
Εκείνη τη χρονιά, µε τη διευρυµένη
παρέα που περιλάµβανε πια και τον Γιάννη Νεγρεπόντη, τον ταλαντούχο ζωγράφο,
µαθητή του Γουναρόπουλου, τον Φάνη Σταυρόπουλο (πέθανε στις ΗΠΑ), την ποιήτρια
και µεταφράστρια Λεία Χατζοπούλου, τον ήδη τότε πεζογράφο Σπύρο Τσακνιά και
άλλους, σχεδιάσαµε ένα περιοδικό µε στόχο «να εκφραστεί πια και η δική µας
γενιά». Προσωρινός τίτλος: «Το Εργαστήρι». Δεν κυκλοφόρησε ποτέ γιατί όνειρα
υπήρχαν αλλά όχι και λεφτά. Προτάθηκε «επονίτικα» να οργανώσουµε µερικά πάρτι
µε εισιτήριο και µεζέδες δικής µας παρασκευής. «Εγώ γράφω ποιήµατα, δεν πουλάω
κεφτεδάκια» ήταν η απάντηση του Γιάννη Νεγρεπόντη. Αποστοµωτική. Τέλος το
«Εργαστήρι».
Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου