Ο Ιησούς των χίπις
Το ONEMAN παρουσιάζει την ανατρεπτική ροκ όπερα «Jesus Christ Superstar» των Tim Rice και Andrew Lloyd Webber.
Όταν τα παιδιά των λουλουδιών βαρέθηκαν τον Ιησού των Ευαγγελίων και δημιούργησαν τον δικό τους... Το ONEMAN παρουσιάζει τη ροκ όπερα που ασχολήθηκε με την ανθρώπινη διάσταση του Ιησού, αγκάλιασε τη γυναίκα Μαρία Μαγδαληνή και αποκατέστησε την πλεκτάνη που έστησε η Εκκλησία στον Ιούδα.
Το «Jesus Christ Superstar», η πασίγνωστη ανατρεπτική ροκ όπερα σε μουσική του Andrew Lloyd Webber και λιμπρέτο του Tim Rice, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1970 σε LP, με θέμα την τελευταία εβδομάδα της ζωής του Ιησού – από την είσοδο στα Ιεροσόλυμα μέχρι και την Σταύρωση – σε μια τελείως καινούργια και τολμηρή προσέγγιση του Θείου δράματος, απελευθερωμένη από τις μεταφυσικές σάλτσες της Εκκλησίας και επικεντρωμένη στην ανθρώπινη – και αληθινή – πλευρά των πρωταγωνιστών της.
Ted Neely (Ιησούς) και Carl Anderson (Ιούδας), οι πρωταγωνιστές του κινηματογραφικού "Jesus Christ Superstar".
Στο έργο των Webber & Rice κεντρικό πρόσωπο είναι ο Ιούδας, για πρώτη φορά είναι η δική του σκοπιά που μετράει και όχι αυτή των Γραφών. Ο ανυπόμονος επαναστάτης, ανατρεπτικός ιδεαλιστής, κοινωνικά ευαίσθητος – και καθόλου τυχαία μαύρος στην ταινία του Jewison – Ιούδας δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον εκκλησιαστικό «προδότη» που πλήρωσε την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός αποδιοπομπαίου τράγου, όταν στηνόταν στα Ευαγγέλια το «παραμύθι» της καινούργιας θρησκείας, με απώτερο σκοπό να ξεχωρίσει μια κι έξω η ανθρώπινη και άρα αμαρτωλή φύση, από τη θεϊκή υπόσταση του Ιησού.
Στο «Jesus Christ Superstar» δεν έχει θέση ο Υιός του Θεού, αλλά ο συναισθηματικός και «ανθρώπινα» ανασφαλής Ιησούς που δεν γνωρίζει πώς να διαχειριστεί τους καρπούς της διδασκαλίας του, πέφτοντας στην παγίδα ενός «ανθρώπινου» ναρκισσισμού, που τον παρασύρει σε λανθασμένες επιλογές και «ανθρώπινες» αδυναμίες. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό να φρικάρει εκκλησίες και παπάδες, αλλά οι Webber και Rice το χόντρυναν και άλλο, βάζοντας δίπλα στον Ιησού την Μαρία Μαγδαληνή.
Οι Tim Rice και Andrew Lloyd Webber με τους πλατινένιους δίσκους του Jesus Christ Superstar.
Όχι στα γόνατα ως πόρνη να ζητάει συγχώρεση, ούτε πίσω του ως γυναίκα που πρέπει να αντιληφθεί τη θέση της, αλλά δίπλα του. Ως σύντροφο και έμπιστη που προσπαθεί να τον βοηθήσει, να τον ερμηνεύσει και να τον αγαπήσει, όπως όταν στο «I don't know how to love him» τραγουδάει τον έρωτά της για τον Ιησού που «είναι άντρας, είναι απλά ένας άντρας και είχα πολλούς άντρες μέχρι τώρα», κλείνοντας με τους στίχους «τον θέλω τόσο, τον αγαπώ πολύ». Ντελίριο στην εκκλησία...!
Η πορεία προς τον "Γολγοθά" (από την κινηματογραφική ταινία)
Καταρχήν η απόδοση και μόνο του Θείου Δράματος με τις φόρμες της ροκ μουσικής θεωρήθηκε προκλητική από τους φανατικούς χριστιανούς. Από την άλλη, οι Εβραίοι χαρακτήρισαν το όλο concept σφόδρα αντισημιτικό και το καταδίκασαν απερίφραστα. Αλλά και πολλοί μη συντηρητικοί κύκλοι αντιμετώπισαν καχύποπτα το γεγονός ότι ο Norman Jewison στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου έδωσε στον μοναδικό μαύρο πρωταγωνιστή το ρόλο του Ιούδα. Από την άλλη, η χριστιανική εκκλησία στο σύνολό της δεν μπόρεσε να χωνέψει το συμπαθητικό προφίλ με το οποίο παρουσιάζεται ο Ιούδας, ούτε φυσικά και την επιθετική του στάση απέναντι στον Ιησού. Το κράξιμο έγινε ακόμα πιο μεγάλο όταν ο Tim Rice τόλμησε να δηλώσει ότι «είδαμε τον Χριστό όχι σαν Θεό, αλλά σαν το σωστό άτομο, στον σωστό τόπο, την σωστή στιγμή».
Οι «δικοί μας» βέβαια δεν θα μπορούσαν να μείνουν αμέτοχοι σε όλα αυτά. Έτσι, στην πρεμιέρα της ταινίας στην Ελλάδα, το παπαδαριό μαζί με εξοργισμένους πιστούς μαζεύτηκαν έξω από τους κινηματογράφους δημιουργώντας επεισόδια και καταφέρνοντας να αναβάλλουν τις προβολές, κάτι που τελικά έγινε λίγο καιρό αργότερα αποκλειστικά στο «Αττικόν». Να προσθέσουμε εδώ ότι άπειρες φορές που η ταινία είχε προγραμματιστεί να μεταδοθεί από την τηλεόραση λίγο πριν ή μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα, συνάντησε πάντα την αναχρονιστική αντίδραση της Ιεράς Συνόδου, αφήνοντας όλους όσους ήθελαν να την παρακολουθήσουν, στο έλεος των χολιγουντιανών υπερπαραγωγών του Σεσίλ ντε Μιλ, του Φράνκο Τζεφιρέλι και των ομοίων τους...
Η ιστορία του «Jesus Christ Superstar» ξεκίνησε το 1969, όταν οι νεότατοι – εικοσάρηδες – και άγνωστοι τότε Andrew Lloyd Webber και Tim Rice, συνέθεσαν μια από τις πιο γνωστές όπερες στην ιστορία της ροκ μουσικής. Η πρώτη ιδέα ήταν να δώσουν το ρόλο του Χριστού στον John Lennon, με τον οποίον ήρθαν σε επαφή. Ο Λένον είδε θετικά την πρόταση, αλλά έθεσε ως όρο της συμμετοχής του στην ηχογράφηση, την παρουσία της Yoko Ono ως Μαρίας Μαγδαληνής. Κάπου εκεί οι Webber & Rice είπαν «Παναγία μου...» και έφυγαν τρέχοντας, βρίσκοντας τελικά τον ιδανικό ερμηνευτή τους στην υπέροχη – σχεδόν οπερική – φωνή του Ian Gillan των Deep Purple.
Το ρόλο του Ιούδα πήρε ο Murray Head, αυτόν του αρχιερέα ο Gary Glitter, του βασιλιά Ηρώδη ο Michael d’Abo και της Μαρίας Μαγδαληνής η Yvonne Elliman. Οι μουσικές φόρμες που χρησιμοποιήθηκαν από τον Webber συνδύασαν μαεστρικά τα κλασικά μοτίβα με τις ροκ εξάρσεις. Αυτές οι τελευταίες βοηθήθηκαν όχι μόνο από τις πρωταγωνιστικές φωνές των Gillan και Head, αλλά και από τους μουσικούς που πήραν μέρος στην ηχογράφηση, μερικοί από τους οποίους έκαναν στη συνέχεια session καριέρα σε μεγάλες μπάντες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους κιθαρίστες Neil Hubbard (Roxy Music, BB King) και Chris Spedding (Alan Price, Nick Mason, Roxy Music, Brian Eno), τον μπασίστα Alan Spenner (Joe Cocker, Peter Frampton, David Coverdale) και τον κρουστό Bruce Rowland (Fairport Convention).
Ο δίσκος πέρα από τις αντιδράσεις που προκάλεσε, σημείωσε φοβερή επιτυχία και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Στη Βρετανία το άλμπουμ με το διπλό βινίλιο και το 28σέλιδο λιμπρέτο του Tim Rice ανέβηκε στο Νο 1 του Billboard, ενώ στην ίδια θέση έφτασαν και τα δυο singles που κυκλοφόρησαν παράλληλα με το LP, το «Superstar» και το «I don’t know how to love him». Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να ανέβει η όπερα στο σανίδι ως θεατρική παράσταση, τόσο στο Broadway της Νέας Υόρκης, όσο και στο West End του Λονδίνου. Στις 12 Οκτωβρίου του 1971 το «Jesus Christ Superstar» έκανε πρεμιέρα στο θέατρο «Mark Hellinger» του Broadway στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης και συνέχισε τις παραστάσεις του για ενάμιση χρόνο.
Από τότε και μέχρι σήμερα το έργο έχει ανέβει από πολλούς θίασους, επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς, σε ολόκληρο τον κόσμο, διατηρώντας τη διαχρονική του αξία ως περιεχόμενο και τη μουσική του φρεσκάδα ως ροκ όπερα. Τη σεζόν 1978-79 η παράσταση ανέβηκε και στην Ελλάδα, στο θέατρο «Καλουτά» με τον τίτλο «Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο Άστρο», σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαλαβέτα και μουσική διεύθυνση – διδασκαλία του Μίμη Πλέσσα. Οι δυο τους υπέγραψαν και την απόδοση στα ελληνικά. Διευθυντής της ζωντανής ορχήστρας ήταν ο Μάικ Ροζάκης, ενώ υπήρχε διπλή διανομή!
Η είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα (από την κινηματογραφική ταινία)
Βασικοί πρωταγωνιστές ήταν στο ρόλο του Ιησού ο Γιάννης Σαμσιάρης και ο Τάκης Μπινιάρης. Ιούδας ο Κίμων Βασιλόπουλος και ο Γιάννης Μιχαηλίδης. Μαρία Μαγδαληνή η Χριστίνα και η Κρίστι Στασινοπούλου. Ηρώδης ο Σταμάτης Φασουλής και ο Ηλίας Πλακίδης. Πιλάτος ο Ντίνος Ταυρίδης και ο Τάκης Καρνάτσος. Στο ρόλο του Αρχιερέα Άννα, ο νεότατος Κώστας Μπίγαλης και ο Κρις Κάλλοου. Συμμετοχή στα φωνητικά είχε και η 14χρονη τότε Μαντώ. Οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται και το σχόλιο της Ροζίτας Σώκου: «Έχω δει το Jesus Christ Superstar στο Λονδίνο και έφυγα στη μέση. Ενώ στην Ελλάδα το καταχειροκρότησα. Η παράσταση του Μίμη Πλέσσα ήταν μακράν καλύτερη από την αγγλική».
Το κόστος της παράστασης ήταν ασύλληπτο. Ο μεγάλος θεατρικός επιχειρηματίας της εποχής, Μάριος Σταυρολαίμης, καταστράφηκε οικονομικά, κυρίως λόγω του πολέμου της Εκκλησίας. Στην αρχή οι ουρές στο θέατρο ήταν ατελείωτες. Όταν όμως ξεκίνησαν οι συγκεντρώσεις παραθρησκευτικών οργανώσεων έξω από το «Καλουτά», τα συνεχόμενα «συλλαλητήρια» και οι προπηλακισμοί όσων ήθελαν να δουν το έργο, τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ, με αποτέλεσμα να βγει με το ζόρι η σεζόν. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην οντισιόν ήταν παρών και ο Andrew Lloyd Webber.
Την εποχή της μεγάλης επιτυχίας του LP, ο διάσημος σκηνοθέτης Norman Jewison βρισκόταν στα γυρίσματα του μιούζικαλ «ο βιολιστής στη στέγη». Ένας από τους ηθοποιούς της ταινίας (και «Πιλάτος» στον δίσκο των Webber & Rice), ο Barry Dennen, έδωσε μια κόπια στον σκηνοθέτη, παρακινώντας τον να γυρίσει το έργο σε ταινία. Η ιδέα άρεσε στον Jewison και η παραγωγή άρχισε το 1972 στο Ισραήλ. Η μινιμαλιστική γραμμή τόσο στα σκηνικά όσο και στα κοστούμια, τόνισε μοναδικά τη θεατρικότητα του έργου, παντρεύοντας τη χίπικη κουλτούρα της εποχής με το επιβλητικό τοπίο των ερειπίων της αρχαίας Avdat στη μέση της ερήμου.
Το cast αποτελούσαν κυρίως οι ηθοποιοί της παράστασης του Broadway με τον Ted Neely στο ρόλο του Χριστού και τον Carl Anderson σε αυτόν του Ιούδα. Ο Jewison προσπάθησε να πείσει τον Ian Gillan να πρωταγωνιστήσει στην ταινία, αλλά οι Deep Purple ετοιμάζονταν εκείνο τον καιρό για μια τουρνέ στην Άπω Ανατολή και ο τραγουδιστής τους δεν θέλησε να τους εγκαταλείψει την τελευταία στιγμή. Η Yvonne Elliman (Μαρία Μαγδαληνή), ο Barry Dennen (Πιλάτος) και ο Bob Bingham (Καϊάφας) συμπλήρωσαν τα κεντρικά πρόσωπα. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 15 Αυγούστου του 1973 στις ΗΠΑ (φανταστείτε τους θρησκόληπτους ανήμερα της Παναγίας...!) και εντυπωσίασε το κοινό από την πρώτη στιγμή με το τολμηρό της γύρισμα.
Ο Καρλ Άντερσον (Ιούδας), ο Τεντ Νίλι (Ιησούς) και η Ιβόν Έλιμαν (Μαγδαληνή) σε ένα διάλειμμα των γυρισμάτων της ταινίας.
Σκηνικά, μουσική και χορός απελευθέρωσαν τους ηθοποιούς, οι οποίοι με τη σειρά τους «μετέφεραν» με απόλυτη επιτυχία το βαθύτερο μήνυμα του έργου. Κορυφαία όλων, η συγκλονιστική ερμηνεία του Ted Neely στον πιο απαιτητικό ρόλο της ταινίας, αυτόν του Ισκαριώτη. Το «Jesus Christ Superstar» προτάθηκε για Όσκαρ μουσικής, ενώ οι Neely και Anderson ήταν υποψήφιοι για τη Χρυσή Σφαίρα. Οι συντελεστές του μπορεί να μην βραβεύτηκαν ποτέ, αλλά οι περιπλανώμενοι χίπις της ερήμου, που χορεύουν, τραγουδάνε και ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο τις Γραφές, είναι μια εικόνα τολμηρή, πρωτοποριακή, αυθεντική και διαχρονική. Μια εικόνα που διαρκεί 108 λεπτά. Και αξίζει να τη δείτε.
Βίντεο: Η κορυφαία στιγμή – μουσικά – του «Jesus Christ Superstar»: Ο Carl Ιούδας Anderson ερμηνεύει το «Superstar»
Βίντεο: Η Yvonne Μαγδαληνή Elliman ερμηνεύει το «I don’t know how to love him»
Βίντεο: «Jesus Christ Superstar», Overture (το ξεκίνημα της ταινίας με τους ηθοποιούς και το συνεργείο να καταφθάνουν στα ερείπια της αρχαίας Αβντάτ με ένα λεωφορείο)
Το «Jesus Christ Superstar», η πασίγνωστη ανατρεπτική ροκ όπερα σε μουσική του Andrew Lloyd Webber και λιμπρέτο του Tim Rice, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1970 σε LP, με θέμα την τελευταία εβδομάδα της ζωής του Ιησού – από την είσοδο στα Ιεροσόλυμα μέχρι και την Σταύρωση – σε μια τελείως καινούργια και τολμηρή προσέγγιση του Θείου δράματος, απελευθερωμένη από τις μεταφυσικές σάλτσες της Εκκλησίας και επικεντρωμένη στην ανθρώπινη – και αληθινή – πλευρά των πρωταγωνιστών της.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Ted Neely (Ιησούς) και Carl Anderson (Ιούδας), οι πρωταγωνιστές του κινηματογραφικού "Jesus Christ Superstar".
Στο έργο των Webber & Rice κεντρικό πρόσωπο είναι ο Ιούδας, για πρώτη φορά είναι η δική του σκοπιά που μετράει και όχι αυτή των Γραφών. Ο ανυπόμονος επαναστάτης, ανατρεπτικός ιδεαλιστής, κοινωνικά ευαίσθητος – και καθόλου τυχαία μαύρος στην ταινία του Jewison – Ιούδας δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον εκκλησιαστικό «προδότη» που πλήρωσε την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός αποδιοπομπαίου τράγου, όταν στηνόταν στα Ευαγγέλια το «παραμύθι» της καινούργιας θρησκείας, με απώτερο σκοπό να ξεχωρίσει μια κι έξω η ανθρώπινη και άρα αμαρτωλή φύση, από τη θεϊκή υπόσταση του Ιησού.
Στο «Jesus Christ Superstar» δεν έχει θέση ο Υιός του Θεού, αλλά ο συναισθηματικός και «ανθρώπινα» ανασφαλής Ιησούς που δεν γνωρίζει πώς να διαχειριστεί τους καρπούς της διδασκαλίας του, πέφτοντας στην παγίδα ενός «ανθρώπινου» ναρκισσισμού, που τον παρασύρει σε λανθασμένες επιλογές και «ανθρώπινες» αδυναμίες. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό να φρικάρει εκκλησίες και παπάδες, αλλά οι Webber και Rice το χόντρυναν και άλλο, βάζοντας δίπλα στον Ιησού την Μαρία Μαγδαληνή.
Οι Tim Rice και Andrew Lloyd Webber με τους πλατινένιους δίσκους του Jesus Christ Superstar.
Όχι στα γόνατα ως πόρνη να ζητάει συγχώρεση, ούτε πίσω του ως γυναίκα που πρέπει να αντιληφθεί τη θέση της, αλλά δίπλα του. Ως σύντροφο και έμπιστη που προσπαθεί να τον βοηθήσει, να τον ερμηνεύσει και να τον αγαπήσει, όπως όταν στο «I don't know how to love him» τραγουδάει τον έρωτά της για τον Ιησού που «είναι άντρας, είναι απλά ένας άντρας και είχα πολλούς άντρες μέχρι τώρα», κλείνοντας με τους στίχους «τον θέλω τόσο, τον αγαπώ πολύ». Ντελίριο στην εκκλησία...!
ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Και βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το έργο σταματάει στη Σταύρωση. Δεν υπάρχουν αποκαθήλωση και ταφή, αλλά πάνω απ’ όλα δεν υπάρχει Ανάσταση. Ο συμβολισμός είναι κάτι περισσότερο από φανερός και ευθύς: ο τελευταίος σταθμός είναι ο θάνατος, αυτή είναι η ανθρώπινη κατάληξη. Τα παρακάτω περισσεύουν ή απλά δεν ενδιαφέρουν. Αυτή η ωμή «παράλειψη» χαρακτηρίστηκε από πολλές Εκκλησίες ως βλασφημία. Έτσι κι αλλιώς το «Jesus Christ Superstar», είτε ως LP, είτε ως θεατρική παράσταση, είτε ως κινηματογραφικό έργο, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από την «οργανωμένη» θρησκεία σε ολόκληρο τον κόσμο.Η πορεία προς τον "Γολγοθά" (από την κινηματογραφική ταινία)
Καταρχήν η απόδοση και μόνο του Θείου Δράματος με τις φόρμες της ροκ μουσικής θεωρήθηκε προκλητική από τους φανατικούς χριστιανούς. Από την άλλη, οι Εβραίοι χαρακτήρισαν το όλο concept σφόδρα αντισημιτικό και το καταδίκασαν απερίφραστα. Αλλά και πολλοί μη συντηρητικοί κύκλοι αντιμετώπισαν καχύποπτα το γεγονός ότι ο Norman Jewison στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου έδωσε στον μοναδικό μαύρο πρωταγωνιστή το ρόλο του Ιούδα. Από την άλλη, η χριστιανική εκκλησία στο σύνολό της δεν μπόρεσε να χωνέψει το συμπαθητικό προφίλ με το οποίο παρουσιάζεται ο Ιούδας, ούτε φυσικά και την επιθετική του στάση απέναντι στον Ιησού. Το κράξιμο έγινε ακόμα πιο μεγάλο όταν ο Tim Rice τόλμησε να δηλώσει ότι «είδαμε τον Χριστό όχι σαν Θεό, αλλά σαν το σωστό άτομο, στον σωστό τόπο, την σωστή στιγμή».
Οι «δικοί μας» βέβαια δεν θα μπορούσαν να μείνουν αμέτοχοι σε όλα αυτά. Έτσι, στην πρεμιέρα της ταινίας στην Ελλάδα, το παπαδαριό μαζί με εξοργισμένους πιστούς μαζεύτηκαν έξω από τους κινηματογράφους δημιουργώντας επεισόδια και καταφέρνοντας να αναβάλλουν τις προβολές, κάτι που τελικά έγινε λίγο καιρό αργότερα αποκλειστικά στο «Αττικόν». Να προσθέσουμε εδώ ότι άπειρες φορές που η ταινία είχε προγραμματιστεί να μεταδοθεί από την τηλεόραση λίγο πριν ή μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα, συνάντησε πάντα την αναχρονιστική αντίδραση της Ιεράς Συνόδου, αφήνοντας όλους όσους ήθελαν να την παρακολουθήσουν, στο έλεος των χολιγουντιανών υπερπαραγωγών του Σεσίλ ντε Μιλ, του Φράνκο Τζεφιρέλι και των ομοίων τους...
"JESUS CHRIST SUPERSTAR", ΤΟ LP
Το εξώφυλλο του LP (1970)
Η ιστορία του «Jesus Christ Superstar» ξεκίνησε το 1969, όταν οι νεότατοι – εικοσάρηδες – και άγνωστοι τότε Andrew Lloyd Webber και Tim Rice, συνέθεσαν μια από τις πιο γνωστές όπερες στην ιστορία της ροκ μουσικής. Η πρώτη ιδέα ήταν να δώσουν το ρόλο του Χριστού στον John Lennon, με τον οποίον ήρθαν σε επαφή. Ο Λένον είδε θετικά την πρόταση, αλλά έθεσε ως όρο της συμμετοχής του στην ηχογράφηση, την παρουσία της Yoko Ono ως Μαρίας Μαγδαληνής. Κάπου εκεί οι Webber & Rice είπαν «Παναγία μου...» και έφυγαν τρέχοντας, βρίσκοντας τελικά τον ιδανικό ερμηνευτή τους στην υπέροχη – σχεδόν οπερική – φωνή του Ian Gillan των Deep Purple.
Το ρόλο του Ιούδα πήρε ο Murray Head, αυτόν του αρχιερέα ο Gary Glitter, του βασιλιά Ηρώδη ο Michael d’Abo και της Μαρίας Μαγδαληνής η Yvonne Elliman. Οι μουσικές φόρμες που χρησιμοποιήθηκαν από τον Webber συνδύασαν μαεστρικά τα κλασικά μοτίβα με τις ροκ εξάρσεις. Αυτές οι τελευταίες βοηθήθηκαν όχι μόνο από τις πρωταγωνιστικές φωνές των Gillan και Head, αλλά και από τους μουσικούς που πήραν μέρος στην ηχογράφηση, μερικοί από τους οποίους έκαναν στη συνέχεια session καριέρα σε μεγάλες μπάντες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους κιθαρίστες Neil Hubbard (Roxy Music, BB King) και Chris Spedding (Alan Price, Nick Mason, Roxy Music, Brian Eno), τον μπασίστα Alan Spenner (Joe Cocker, Peter Frampton, David Coverdale) και τον κρουστό Bruce Rowland (Fairport Convention).
Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Από παράσταση του Jesus Christ Superstar στο Λονδίνο.
Ο δίσκος πέρα από τις αντιδράσεις που προκάλεσε, σημείωσε φοβερή επιτυχία και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Στη Βρετανία το άλμπουμ με το διπλό βινίλιο και το 28σέλιδο λιμπρέτο του Tim Rice ανέβηκε στο Νο 1 του Billboard, ενώ στην ίδια θέση έφτασαν και τα δυο singles που κυκλοφόρησαν παράλληλα με το LP, το «Superstar» και το «I don’t know how to love him». Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να ανέβει η όπερα στο σανίδι ως θεατρική παράσταση, τόσο στο Broadway της Νέας Υόρκης, όσο και στο West End του Λονδίνου. Στις 12 Οκτωβρίου του 1971 το «Jesus Christ Superstar» έκανε πρεμιέρα στο θέατρο «Mark Hellinger» του Broadway στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης και συνέχισε τις παραστάσεις του για ενάμιση χρόνο.
Από τότε και μέχρι σήμερα το έργο έχει ανέβει από πολλούς θίασους, επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς, σε ολόκληρο τον κόσμο, διατηρώντας τη διαχρονική του αξία ως περιεχόμενο και τη μουσική του φρεσκάδα ως ροκ όπερα. Τη σεζόν 1978-79 η παράσταση ανέβηκε και στην Ελλάδα, στο θέατρο «Καλουτά» με τον τίτλο «Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο Άστρο», σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαλαβέτα και μουσική διεύθυνση – διδασκαλία του Μίμη Πλέσσα. Οι δυο τους υπέγραψαν και την απόδοση στα ελληνικά. Διευθυντής της ζωντανής ορχήστρας ήταν ο Μάικ Ροζάκης, ενώ υπήρχε διπλή διανομή!
Η είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα (από την κινηματογραφική ταινία)
Βασικοί πρωταγωνιστές ήταν στο ρόλο του Ιησού ο Γιάννης Σαμσιάρης και ο Τάκης Μπινιάρης. Ιούδας ο Κίμων Βασιλόπουλος και ο Γιάννης Μιχαηλίδης. Μαρία Μαγδαληνή η Χριστίνα και η Κρίστι Στασινοπούλου. Ηρώδης ο Σταμάτης Φασουλής και ο Ηλίας Πλακίδης. Πιλάτος ο Ντίνος Ταυρίδης και ο Τάκης Καρνάτσος. Στο ρόλο του Αρχιερέα Άννα, ο νεότατος Κώστας Μπίγαλης και ο Κρις Κάλλοου. Συμμετοχή στα φωνητικά είχε και η 14χρονη τότε Μαντώ. Οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται και το σχόλιο της Ροζίτας Σώκου: «Έχω δει το Jesus Christ Superstar στο Λονδίνο και έφυγα στη μέση. Ενώ στην Ελλάδα το καταχειροκρότησα. Η παράσταση του Μίμη Πλέσσα ήταν μακράν καλύτερη από την αγγλική».
Το κόστος της παράστασης ήταν ασύλληπτο. Ο μεγάλος θεατρικός επιχειρηματίας της εποχής, Μάριος Σταυρολαίμης, καταστράφηκε οικονομικά, κυρίως λόγω του πολέμου της Εκκλησίας. Στην αρχή οι ουρές στο θέατρο ήταν ατελείωτες. Όταν όμως ξεκίνησαν οι συγκεντρώσεις παραθρησκευτικών οργανώσεων έξω από το «Καλουτά», τα συνεχόμενα «συλλαλητήρια» και οι προπηλακισμοί όσων ήθελαν να δουν το έργο, τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ, με αποτέλεσμα να βγει με το ζόρι η σεζόν. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην οντισιόν ήταν παρών και ο Andrew Lloyd Webber.
Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ
Το εξώφυλλο του LP με το Soundtrack της ταινίας (1973)
Την εποχή της μεγάλης επιτυχίας του LP, ο διάσημος σκηνοθέτης Norman Jewison βρισκόταν στα γυρίσματα του μιούζικαλ «ο βιολιστής στη στέγη». Ένας από τους ηθοποιούς της ταινίας (και «Πιλάτος» στον δίσκο των Webber & Rice), ο Barry Dennen, έδωσε μια κόπια στον σκηνοθέτη, παρακινώντας τον να γυρίσει το έργο σε ταινία. Η ιδέα άρεσε στον Jewison και η παραγωγή άρχισε το 1972 στο Ισραήλ. Η μινιμαλιστική γραμμή τόσο στα σκηνικά όσο και στα κοστούμια, τόνισε μοναδικά τη θεατρικότητα του έργου, παντρεύοντας τη χίπικη κουλτούρα της εποχής με το επιβλητικό τοπίο των ερειπίων της αρχαίας Avdat στη μέση της ερήμου.
Το cast αποτελούσαν κυρίως οι ηθοποιοί της παράστασης του Broadway με τον Ted Neely στο ρόλο του Χριστού και τον Carl Anderson σε αυτόν του Ιούδα. Ο Jewison προσπάθησε να πείσει τον Ian Gillan να πρωταγωνιστήσει στην ταινία, αλλά οι Deep Purple ετοιμάζονταν εκείνο τον καιρό για μια τουρνέ στην Άπω Ανατολή και ο τραγουδιστής τους δεν θέλησε να τους εγκαταλείψει την τελευταία στιγμή. Η Yvonne Elliman (Μαρία Μαγδαληνή), ο Barry Dennen (Πιλάτος) και ο Bob Bingham (Καϊάφας) συμπλήρωσαν τα κεντρικά πρόσωπα. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 15 Αυγούστου του 1973 στις ΗΠΑ (φανταστείτε τους θρησκόληπτους ανήμερα της Παναγίας...!) και εντυπωσίασε το κοινό από την πρώτη στιγμή με το τολμηρό της γύρισμα.
Ο Καρλ Άντερσον (Ιούδας), ο Τεντ Νίλι (Ιησούς) και η Ιβόν Έλιμαν (Μαγδαληνή) σε ένα διάλειμμα των γυρισμάτων της ταινίας.
Σκηνικά, μουσική και χορός απελευθέρωσαν τους ηθοποιούς, οι οποίοι με τη σειρά τους «μετέφεραν» με απόλυτη επιτυχία το βαθύτερο μήνυμα του έργου. Κορυφαία όλων, η συγκλονιστική ερμηνεία του Ted Neely στον πιο απαιτητικό ρόλο της ταινίας, αυτόν του Ισκαριώτη. Το «Jesus Christ Superstar» προτάθηκε για Όσκαρ μουσικής, ενώ οι Neely και Anderson ήταν υποψήφιοι για τη Χρυσή Σφαίρα. Οι συντελεστές του μπορεί να μην βραβεύτηκαν ποτέ, αλλά οι περιπλανώμενοι χίπις της ερήμου, που χορεύουν, τραγουδάνε και ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο τις Γραφές, είναι μια εικόνα τολμηρή, πρωτοποριακή, αυθεντική και διαχρονική. Μια εικόνα που διαρκεί 108 λεπτά. Και αξίζει να τη δείτε.
Βίντεο: Η κορυφαία στιγμή – μουσικά – του «Jesus Christ Superstar»: Ο Carl Ιούδας Anderson ερμηνεύει το «Superstar»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου